πύππαξ: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>interj.</i><br /><i>c.</i> [[πυππάξ]]. | |btext=<i>interj.</i><br /><i>c.</i> [[πυππάξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πύππαξ bewonderende uitroep: bravo! | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 25: | ||
|lsmtext='''πύππαξ:''' επιφών. έκπληξης, [[μπράβο]]! σε Πλάτ. | |lsmtext='''πύππαξ:''' επιφών. έκπληξης, [[μπράβο]]! σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πύππαξ''': [[ἐπιφώνημα]] θαυμασμοῦ ἢ σχετλιασμοῦ· ὡς τὸ [[πόποι]], [[βαβαί]], [[βομβάξ]], Λατιν. papae, babai, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πύππαξ]]· τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον [[πύππαξ]] ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων ᾠήθη· οὐκ ἔστι δέ· τὸ μὲν γὰρ βόμβαξ τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ [[πύππαξ]] [[οὐχί]]»· κατὰ δὲ Φώτιον: «[[πύππαξ]] [[ἐπίφθεγμα]] σχετλιασμοῦ ὡς πένθους ἀμε ἀφριστον»· - [[ἐντεῦθεν]] πυππάζω, φωνῇ ποιᾷ χρῶμαι, ἐπιφωνῶ [[πύππαξ]], Κρατῖνος ἐν «Δραπέτεσιν»7, πρβλ. [[ὑπερπυππάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 18:02, 6 October 2022
English (LSJ)
an exclamation of admiration, bravo! Pl.Euthd.303a, Com.Adesp.1130.
German (Pape)
[Seite 819] u. πύπαξ, Ausruf der Verwunderung, des Erstaunens, potz! potztausend! (vgl. πόποι, βαβαί, βομβάξ) Plat. Euthyd. 303 a πυππὰξ ὦ 'Ἡράκλεις καλοῦ λόγου, wo das Folgende zu vergleichen. – Hesych. erwähnt auch φύππαξ.
French (Bailly abrégé)
interj.
c. πυππάξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύππαξ bewonderende uitroep: bravo!
Greek Monolingual
ή πυππάξ Α
1. επιφώνημα θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῦ λόγου», Πλάτ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῦ
ὡς πένθους ἀμετάφραστον».
Greek Monotonic
πύππαξ: επιφών. έκπληξης, μπράβο! σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πύππαξ: ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ ἢ σχετλιασμοῦ· ὡς τὸ πόποι, βαβαί, βομβάξ, Λατιν. papae, babai, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πύππαξ· τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων ᾠήθη· οὐκ ἔστι δέ· τὸ μὲν γὰρ βόμβαξ τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ πύππαξ οὐχί»· κατὰ δὲ Φώτιον: «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῦ ὡς πένθους ἀμε ἀφριστον»· - ἐντεῦθεν πυππάζω, φωνῇ ποιᾷ χρῶμαι, ἐπιφωνῶ πύππαξ, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτεσιν»7, πρβλ. ὑπερπυππάζω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: excl.
Meaning: exclamation of admiration (Pl., Com. Adesp.).
Derivatives: παππάζω (Cratin. 52).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Exclamation of onomatop. character; it could (also) be Pre-Greek.
Middle Liddell
an exclamation of surprise, bravo! Plat.