ἐκτάδην: Difference between revisions

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐκτείνω]]<br />outstretched, Eur.
|mdlsjtxt=[[ἐκτείνω]]<br />outstretched, Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἁπλωτά). Άπό τό [[ἐκτείνω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τείνω]].
}}
}}

Revision as of 14:00, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰδην Medium diacritics: ἐκτάδην Low diacritics: εκτάδην Capitals: ΕΚΤΑΔΗΝ
Transliteration A: ektádēn Transliteration B: ektadēn Transliteration C: ektadin Beta Code: e)kta/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἐκτείνω) outstretched, ἐ. κεῖσθαι lie outstretched, i.e. dead, E. Ph.1698, Luc.DMort.7.2.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
1 todo a lo largo, cuan largo es πίτνει E.Tr.463, de cadáveres τώδ' ἐ. ... κεῖσθον E.Ph.1698, cf. Luc.DMort.12.5, 17.2.
2 en tensión προβάλλει τε ἐκτάδην τὼ χεῖρε extiende ambas manos en tensión Hld.10.31.3, βοείοις δέρμασιν ἐ. ξυντεθειμέναι Men.Prot.40.2.
3 ret., subst. τὰ ἐ. extensión excesiva, prolijidad Longin.42.

German (Pape)

[Seite 779] ausgestreckt, κεῖσθαι, von Todten, Eur. Phoen. 1692; Alciphr.; von Trunkenen u. Schlafenden, Luc. D. Hort. 7, 2; Alciphr. 3, 55.

French (Bailly abrégé)

adv.
en long, tout du long.
Étymologie: ἐκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάδην: ἐκτείνω adv. в вытянутом положении, вытянувшись (κεῖσθαι Eur., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάδην: ᾰ, ἐπίρρ. (ἐκτείνω) «ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως» Σουΐδ., τώδ’ ἐκτάδην σοι κεῖσθον ἀλλήλοιν πέλας (τὰ πτώματα τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους) Εὐρ. Φοίν. 1698· ὁ μὲν ἔπινεν, ἐγὼ δὲ... ἐκτάδην ἐκείμην Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2.

Greek Monolingual

επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγν
ἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά)
κατ' έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ.
«ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῖος ἀντ' ἐκείνου νεκρός» — ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.).

Greek Monotonic

ἐκτάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐκτείνω), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐκτείνω
outstretched, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=ἁπλωτά). Άπό τό ἐκτείνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τείνω.