φθινόπωρον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[autumn]], [[fall of the year]]
|woodrun=[[autumn]], [[fall of the year]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=τό. Ἀπό τό [[φθίνω]] + [[ὀπώρα]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[φθίνω]].
}}
}}

Revision as of 14:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐνόπωρον Medium diacritics: φθινόπωρον Low diacritics: φθινόπωρον Capitals: ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΝ
Transliteration A: phthinópōron Transliteration B: phthinopōron Transliteration C: fthinoporon Beta Code: fqino/pwron

English (LSJ)

τό, the waning of ὀπώρα (also called μετόπωρον or the season following ὀπώρα), autumn, Hdt.4.42, 9.117, Hp.Aph.1.18, Th.2.31, Arist.HA601b25, al., PCair.Zen.20.4 (iii B. C.), Sor.1.22, Gal.6.127; metaph. νεηνίης φθινόπωρον, γέρων χειμών Pythagorasap.D.L.8.10: —φθινόπωρον (fem.) ἰσημερινήν is dub. l. in Orph.Fr.285.34.

German (Pape)

[Seite 1271] τό, der letzte Theil der zu Ende gebenden όπώρα, der Spätherbst, eigtl. die Zeit vom Aufgange des Arctur bis zum Aufgange der Plejaden; Her. 4, 42. 9, 117, Thuc. 2, 31. 3, 18. 100 u. Folgende.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fin de l'automne.
Étymologie: φθίνω, ὀπώρα.

Russian (Dvoretsky)

φθῐνόπωρον: τό конец осени, поздняя осень Her., Thuc., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φθῐνόπωρον: τό, κυρίως τὸ τελευταῖον μέρος τῆς ὀπώρας (ἄλλως καὶ μετόπωρον δηλ. τὸ μετὰ τὴν ὀπώραν), τὸ καῖ νῦν φθινόπωρον, κοινῶς «χινόπωρο»), Ἡρόδ. 4. 42., 9. 117, Ἱππ. Ἀφ. 1244, Θουκ. 2. 31, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 4, κ. ἀλλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φθινόπωρον, ὁ ἀπὸ τῆς πεντεκαιδεκάτης αὐγούστου μηνὸς ἕως τῆς πεντεκαιδεκάτης Δεκεμβρίου, οἱ δὲ ἀπὸ τῆς εἰκοστῆς δευτέρας Αὐγούστου ἕως πάλιν εἰκοστῆς δευτέρας Δεκεμβρίου».

Greek Monotonic

φθῐνόπωρον: τό (ὀπώρα), φθινόπωρο, η κάμψη του έτους, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

φθῐν-όπωρον, ου, τό, ὀπώρα
late autumn, the fall of the year, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

autumn, fall of the year

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

τό. Ἀπό τό φθίνω + ὀπώρα, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φθίνω.