ἀμείλικτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μειλίσσω]]<br />unsoftened, [[cruel]], Hom., Hes.
|mdlsjtxt=[[μειλίσσω]]<br />unsoftened, [[cruel]], Hom., Hes.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σκληρός]], [[τραχύς]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[μειλίσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 15:15, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείλικτος Medium diacritics: ἀμείλικτος Low diacritics: αμείλικτος Capitals: ΑΜΕΙΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ameíliktos Transliteration B: ameiliktos Transliteration C: ameiliktos Beta Code: a)mei/liktos

English (LSJ)

ον, (μειλίσσω) A unsoftened, harsh, cruel, of words, Il. 11.137, 21.98; ἀρά Max. Tyr.12.6; of fetters, Hes.Th.659; μίτοι, of the thread of Clotho, IG12(7).301 (Amorgos); τὸ ἀ. Hierocl. in CA 13p.448M. II of persons, = ἀμείλιχος (implacable, relentless, unmitigated), A.R.3.337, Mosch.4.26. Adv. ἀμειλίκτως, ἔχειν τινί Ph.2.298, cf. Syrian.in Metaph.42.3; μοίρας ἀτυχούσης ἀμειλίκτως, of pitiless fate, App.BC4.54.

Spanish (DGE)

-ον
I 1implacable, inconmovible, carente de piedad de palabras, voz, etc. μειλιχίοις ἐπέεσσιν· ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν Il.11.137, λισσόμενος ἐπέεσσιν, ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσε Il.21.98, cf. ἀ. ἀρὰ Max.Tyr.6.6
de pers. o dioses ἀμειλίκτοιο Διός A.R.3.337, ᾍδης Bio Fr.12.3, χαλεπὸς εἰς ὀργὴν ἐγένετο καὶ ἀ. D.H.9.44, ὁ πατήρ I.BI 1.523, Ἥρη Nonn.D.8.353, Μοίρη GVI 961, pero tb. c. otras expresiones que significan ‘destino’ como ἀ. μίτοι del hilo de Cloto GVI 1904.12 (Amorgos)
de animales, de una serpiente ἀ. πέλωρ Mosch.4.26, (κύνες) φοβεροί τε καὶ ἄγριοι καὶ ἐντυχεῖν ἀμείλικτοι ὄντες Ael.VH 14.46, ἵππος (el caballo de Troya), ἀμειλίκτοιο φόβου τέρας Triph.289, μοῦνον ἀμειλίκτοιο κεράατα δείδιθι ταύρου Nonn.D.11.80
de abstr. δίκη Ph.1.472, ἀνάγκη Ph.1.697, διάνοια Plu.2.610a, μῆνις Adam.1.9
c. otras clases de palabras Στυγὸς ὕδωρ h.Cer.259, τεῷ ἐγκάτθετο κώλῳ ἰὸν ἀμείλικτον ποικιλόδειρος ἔχις Anyt.10.4P., παύσασθαι τὸν ἀμείλικτον χόλον D.H.8.52, ἀμειλίκτους κραδίης ὀδύνας IUrb.Rom.1379.7 (II/III a.C.), neutr. subst., Hierocl.in CA 13.3, cf. tb. Archil.193
neutr. adv. ἀμείλικτα ὀργίζεσθε estáis irreconciliablemente irritados Luc.Pisc.4.
2 de ataduras irrompible ἀμειλίκτων ὑπὸ δεσμῶν Hes.Th.659.
3 no mezclado ἀμείλικτον· ἄμικτον Hsch., cf. τὸ ἀκήρατον λέγειν τὸ ἄτρεπτον ..., τὸ ἀμείλικτον, τὸ ἄθικτον τῆς οὐσίας εἶδος Procl.in Ti.3.258.22, pero es más probable el sent. I 1 .
4 subst. de caracteres la insociabilidad τό τε ἄγριον καὶ τὸ ἀμείλικτον καὶ τὸ θυμοειδές Hp.Aër.23.
II adv. -ως implacablemente κατεγίνωσκεν App.BC 4.54, προνοεῖν Syrian.in Metaph.42.3, ἐπὶ καταλεύσει τι δρῶσιν ἀμειλίκτως ἔχοντες siendo implacables contra los que hacen algo ... para la subversión Ph.2.298.

German (Pape)

[Seite 120] nicht erweicht (adj. verb. von μειλίσσω), hart; Hom. zweimal, Iliad. 11, 137. 21, 98 ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν (-εν); – δεσμοί Hes. Th. 659; Anth. ἰόν Anyt. 23 (App. 6); Zeus Ap. Rh. 3, 337; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut adoucir, amer, dur.
Étymologie: , μειλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμείλικτος: неумолимый, тж. неласковый, суровый (ὄψ Hom.; δεσμοί Hes.; ἄνδρες Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείλικτος: -ον, (μειλίσσω) ὁ μὴ ἁπαλυνθείς, τραχύς, σκληρός, ἐπὶ λόγων Ἰλ. Λ.137, Φ. 98: ἐπὶ δεσμῶν, Ἡσ. Θ. 659. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ. = τῷ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 337, Μόσχ. 4. 26.

English (Autenrieth)

(μειλίσσω): unsoftened, harsh, stern, relentless. (Il.)

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (Α ἀμείλικτος, -ον) μειλίσσω
ο δίχως οίκτο, σκληρός, αυστηρός, άκαμπτος, ανελέητος.

Greek Monotonic

ἀμείλικτος: -ον (μειλίσσω), τραχύς, σκληρός, αδυσώπητος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

μειλίσσω
unsoftened, cruel, Hom., Hes.

Mantoulidis Etymological

(=σκληρός, τραχύς). Ἀπό τό α στερητ. + μειλίσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.