ἀναδασμός: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />re-[[distribution]] or [[partition]] of [[land]], [[among]] colonists, Hdt., Plat., etc. | |mdlsjtxt=<br />re-[[distribution]] or [[partition]] of [[land]], [[among]] colonists, Hdt., Plat., etc. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ξαναμοίρασμα). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + [[δατέομαι]] (=[[μοιράζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 14 October 2022
English (LSJ)
ὁ, redistribution, partition of land, among colonists, Hdt.4.159, 163; as a revolutionary measure, freq. coupled with χρεῶν ἀποκοπαί, Pl.R. 566a, D.17.15, Jusj. ap. eund.24.149, SIG526.22 (Itanos).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
redistribución, nuevo reparto γῆς Hdt.4.159, 163, Pl.R.566a, Lg.684e, Isoc.12.259, D.17.15, 24.149, ICr.3.4.8.22 (Itanos III a.C.), Plb.4.17.4, D.C.37.30.2, Plu.2.226b, τῶν ἀγαθῶν Luc.Ep.Sat.25, cf. 36, dud. en BGU 300.9.
German (Pape)
[Seite 185] ὁ, Vertheilung, bes. neue V. des Landes zu gleichen Theilen (s. ἀναδαίω), γῆς, Her. 4. 163; Plat. Rep. VIII, 566 e; Dem. 24, 149, im Heliasteneid, u. sonst. Ebenso ohne γῆς, Pol. 4, 81.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
nouveau partage de terres.
Étymologie: ἀναδαίω².
Russian (Dvoretsky)
ἀναδασμός: ὁ ἀναδαίω I] раздел, передел, (пере)распределение (γῆς Her., Plat., Dem., Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδασμός: ὁ, (ἀναδάσασθαι) ἡ ἐκ νέου διανομή, «ξαναμοίρασμα», διαμοιρασμὸς τῆς γῆς μεταξὺ ἀποίκων, Ἡρόδ. 4. 159, 163· ἰδίως ὡς μέτρον δημοκρατικὸν πρὸς ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῶν χρεῶν (πρβλ. ἀναδατέομαι, ἀνάδαστος), Πλάτ. Πολ. 566Α, Δημ. 215, 25., 746. 25.
Greek Monolingual
ο (Α ἀναδασμός) ἀναδατέομαι
η εκ νέου διανομή, η ανακατονομή της έγγειας ιδιοκτησίας.
Greek Monotonic
ἀναδασμός: ὁ, αναδιανομή ή κατανομή της γης ανάμεσα στους αποίκους, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
re-distribution or partition of land, among colonists, Hdt., Plat., etc.
Mantoulidis Etymological
(=ξαναμοίρασμα). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + δατέομαι (=μοιράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.