θαυματουργός: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[θαματουργός]], -ή, -ό (AM [[θαυματουργός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ [[αποτελεσματικός]] («θαυματουργό [[φάρμακο]]»)<br /><b>2.</b> ο [[αριστοτέχνης]] στο επάγγελμά του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή [[εικόνα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θαυματουργός]] και -<i>ά</i><br />με θαυματουργό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[ελαιουργός]], [[ξυλουργός]]]. | |mltxt=και [[θαματουργός]], -ή, -ό (AM [[θαυματουργός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ [[αποτελεσματικός]] («θαυματουργό [[φάρμακο]]»)<br /><b>2.</b> ο [[αριστοτέχνης]] στο επάγγελμά του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή [[εικόνα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θαυματουργός]] και -<i>ά</i><br />με θαυματουργό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[ελαιουργός]], [[ξυλουργός]]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[θαῦμα]] + [[ἔργω]]. Δές στό [[ρῆμα]] [[ἐργάζομαι]] καί στή λέξη [[θαῦμα]] γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:56, 14 October 2022
English (LSJ)
όν, A = θαυματοποιός, γυναῖκες acrobats, Ath.4.129d. II puppet maker or puppet showman, Hero Aut.1.7(pl.).
German (Pape)
[Seite 1189] = θαυματοποιός, Ath. IV, 129 d u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait des tours d'adresse.
Étymologie: θαῦμα, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = θαυματοποιός, Ἀθήν. 129D.
Greek Monolingual
και θαματουργός, -ή, -ό (AM θαυματουργός, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο»)
2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του
νεοελλ.-μσν.
αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα»)
αρχ.
αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά.
επίρρ...
θαυματουργός και -ά
με θαυματουργό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ουργός (< έργον), πρβλ. ελαιουργός, ξυλουργός].
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό θαῦμα + ἔργω. Δές στό ρῆμα ἐργάζομαι καί στή λέξη θαῦμα γιά περισσότερα παράγωγα.