καταχρίω: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katachrio | |Transliteration C=katachrio | ||
|Beta Code=kataxri/w | |Beta Code=kataxri/w | ||
|Definition=[ῑ], [[anoint]], [[smear]], [[coat]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>625b31</span>; τέγη <span class="title">IG</span>11(2).203 <span class="title">A</span>54(Delos, iii B.C.); <b class="b3">τὰ τείχη τῆς σκηνῆς</b> ib.199 <span class="title">A</span>102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>2.3</span>; πηλῷ πρόσωπον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>9</span>; θρόνους ἀσβόλῳ <span class="bibl">Ael. <span class="title">VH</span>2.15</span>:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον <span class="bibl">Artem.4.41</span>:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος <span class="bibl">M.Ant.3.3</span>; ἐλαίῳ κ. <span class="bibl">Ph.2.158</span>; [[κατακεχριμένα]], = οβλῐτα, <span class="title">Gloss.</span> | |Definition=[ῑ], [[anoint]], [[smear]], [[coat]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>625b31</span>; τέγη <span class="title">IG</span>11(2).203 <span class="title">A</span>54(Delos, iii B.C.); <b class="b3">τὰ τείχη τῆς σκηνῆς</b> ib.199 <span class="title">A</span>102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ex.</span>2.3</span>; πηλῷ πρόσωπον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>9</span>; θρόνους ἀσβόλῳ <span class="bibl">Ael. <span class="title">VH</span>2.15</span>:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον <span class="bibl">Artem.4.41</span>:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος <span class="bibl">M.Ant.3.3</span>; ἐλαίῳ κ. <span class="bibl">Ph.2.158</span>; [[κατακεχριμένα]], = οβλῐτα, <span class="title">Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 08:35, 15 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], anoint, smear, coat, Arist.HA625b31; τέγη IG11(2).203 A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Gloss.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χρίω insmeren, zalven.
Russian (Dvoretsky)
καταχρίω: (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
καταχρίω: ι: μέλλ. -ίσω, χρίω τι ἐντελῶς, ἐπαλείφω ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35· τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.· τὸ πρόσωπον πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.·- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)· κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.
Spanish
Greek Monolingual
καταχρίω (Α)
1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)
2. μέσ. καταχρίομαι
πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρίω «επαλείφω»].