ἱππιατρικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
mNo edit summary |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=i(ppiatriko/s | |Beta Code=i(ppiatriko/s | ||
|Definition=ή, όν, of or [[for farriery]]; [[ἱππιατρικόν]], τό, a [[work on farriery]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Χείρων]]; [[ἱππιατρικά]], τά, title of extant compilation; also [[ἱππιατρικόν]], τό, [[tax on farriers]], PHib. 1.45.21 (iii BC). | |Definition=ή, όν, of or [[for farriery]]; [[ἱππιατρικόν]], τό, a [[work on farriery]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Χείρων]]; [[ἱππιατρικά]], τά, title of extant compilation; also [[ἱππιατρικόν]], τό, [[tax on farriers]], PHib. 1.45.21 (iii BC). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἱππιατρικός]], -ή, -όν, Μ θηλ. και [[ἱπποϊατρική]]) [[ιππίατρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θεραπεία]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιππιατρική</i><br />[[κλάδος]] της κτηνιατρικής που έχει [[αντικείμενο]] τη [[διάγνωση]] και [[θεραπεία]] διαφόρων παθήσεων που προσβάλλουν τα άλογα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>[[τὸ ἱππιατρικόν]]</i><br />[[φόρος]] που επιβαλλόταν στους ιππιάτρους για την [[άσκηση]] του επαγγέλματος<br /><b>2.</b> φρ. «Ἱππιατρικῶν βιβλία δύο» — [[τίτλος]] ενός συμπληρωματικού εγχειριδίου ιππιατρικής που διαιρείται σε δύο βιβλία, τα οποία σώζονται ώς [[σήμερα]], γραμμένου από άγνωστο μεταγενέστερο συγγραφέα. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:32, 20 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for farriery; ἱππιατρικόν, τό, a work on farriery, Suid. s.v. Χείρων; ἱππιατρικά, τά, title of extant compilation; also ἱππιατρικόν, τό, tax on farriers, PHib. 1.45.21 (iii BC).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἱππιατρικός, -ή, -όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) ιππίατρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων
2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρική
κλάδος της κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που προσβάλλουν τα άλογα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππιατρικόν
φόρος που επιβαλλόταν στους ιππιάτρους για την άσκηση του επαγγέλματος
2. φρ. «Ἱππιατρικῶν βιβλία δύο» — τίτλος ενός συμπληρωματικού εγχειριδίου ιππιατρικής που διαιρείται σε δύο βιβλία, τα οποία σώζονται ώς σήμερα, γραμμένου από άγνωστο μεταγενέστερο συγγραφέα.