συνεξανύω: Difference between revisions
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και συνεξανύτω Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατρέχω]] το ίδιο [[διάστημα]] με κάποιον, [[είμαι]] [[ίσος]] στον δρόμο<br /><b>4.</b> (δ. γρφ. στον <b>Ιώσ.</b> [[αντί]] [[συνεξανοίγω]]) [[φθάνω]] [[σώος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξανύω]] «[[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]]»]. | |mltxt=και συνεξανύτω Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[αποπερατώνω]], [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατρέχω]] το ίδιο [[διάστημα]] με κάποιον, [[είμαι]] [[ίσος]] στον δρόμο<br /><b>4.</b> (δ. γρφ. στον <b>Ιώσ.</b> [[αντί]] [[συνεξανοίγω]]) [[φθάνω]] [[σώος]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξανύω]] «[[φέρνω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[ἀνύω]]), <i>mit, [[zugleich]] [[vollenden]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
D.Chr.12.43, also συνεξανύτω [ῠ], J.BJ5.2.2, Plu. 2.137d,298a:—A accomplish together, D.Chr.l.c.; join in achievement, Plu.2.137d. II equal in running, ib.298a; reach safety together with, c. dat., J.l.c. (v.l. -ανοίγειν]).
French (Bailly abrégé)
c. συνεξανύτω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰνύω: Ἀττ. -ανύτω [ᾰ], ἀνύτω, ἐκτελῶ, φέρω εἰς πέρας ὁμοῦ, Δίων Χρυσ. 1. 395. ΙΙ. καταφθάνω ἢ εἶμαι ἴσος ἐν τῷ δρόμῳ, Πλούτ. 2. 137C, 298Α.
Greek Monolingual
και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].