σκοτομήνη: Difference between revisions
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=νύχτα [[χωρίς]] φεγγάρι). Ἀπό τό [[σκότος]] + [[μήνη]] (=φεγγάρι), πού παράγεται ἀπό τό [[μήν]] μηνός, ὄπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[σκοτεινός]]. | |mantxt=(=νύχτα [[χωρίς]] φεγγάρι). Ἀπό τό [[σκότος]] + [[μήνη]] (=φεγγάρι), πού παράγεται ἀπό τό [[μήν]] μηνός, ὄπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[σκοτεινός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, = [[σκοτομηνία]], <i>[[LXX]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, moonless night, LXX Ps.10(11).2, Aristid.Or.24(44).51 (f.l. for -μαίνῃ), Democr.(?) ap.Et.Gen. s.v. γλαύξ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nuit obscure, sans lune ; fig. obscurité, trouble.
Étymologie: σκότος, μήνη.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτομήνη: ἡ, νὺξ ἀσέληνος, «σκοτάδι», Ἀριστείδ. 1. 570, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 59· ὡσαύτως σκοτομηνία, Χρύσιππ. ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. εἰς Ἰλ. Φ. 483, Ἀκύλλας ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Α
ασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ' επίδραση του μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. -αινα (πρβλ. θεράπ-αινα)].
Greek Monotonic
σκοτομήνη: ἡ, ασέληνη, χωρίς φεγγάρι νύχτα, σκοτεινή νύχτα.
Middle Liddell
σκοτο-μήνη, ἡ,
a moonless night.
Mantoulidis Etymological
(=νύχτα χωρίς φεγγάρι). Ἀπό τό σκότος + μήνη (=φεγγάρι), πού παράγεται ἀπό τό μήν μηνός, ὄπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σκοτεινός.
German (Pape)
ἡ, = σκοτομηνία, LXX.