περιολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περι-ολισθάνω wegglijden, afglijden.
|elnltext=περι-ολισθάνω wegglijden, afglijden.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιολισθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>, [[ολισθαίνω]] [[ολόγυρα]], [[ξεγλιστρώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιολισθάνω:''' αόρ. βʹ <i>-ώλισθον</i>, [[ολισθαίνω]] [[ολόγυρα]], [[ξεγλιστρώ]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 -ώλισθον<br />to [[slip]] [[away]] all [[round]], [[slip]] off, Plut.
|mdlsjtxt=aor2 -ώλισθον<br />to [[slip]] [[away]] all [[round]], [[slip]] off, Plut.
}}
{{pape
|ptext=([[ὀλισθάνω]]), <i>[[herum]]-, darüberhin- und [[hergleiten]], [[ausgleiten]], [[fallen]]</i>, Plut. <i>[[Marcell]]</i>. 15 und [[sonst]].
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιολισθάνω Medium diacritics: περιολισθάνω Low diacritics: περιολισθάνω Capitals: ΠΕΡΙΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: periolisthánō Transliteration B: periolisthanō Transliteration C: periolisthano Beta Code: periolisqa/nw

English (LSJ)

slip about. Hp.Art.47; slip away all round, Id.VM 22. cf. D.H. 14.10; ναῦς π. slips off the engine, Plu.Marc.15; τὰ βέλη π. ἀπὸ [τῶν βυρσῶν] glance off them, J.BJ3.7.10: metaph., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα (v.l. for δι-) Plu.2.1089d: later περιολισθ-ολισθαίνω, metaph., wander, stray from the point, Plot.2.2.1.

French (Bailly abrégé)

1 glisser tout autour ; glisser à côté de ou hors de;
2 fig. se glisser dans, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: περί, ὀλισθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ολισθάνω wegglijden, afglijden.

Greek Monolingual

Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ προς τα πλάγια
2. γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
3. μτφ. εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀλισθάνω «γλιστρώ»].

Greek Monotonic

περιολισθάνω: αόρ. βʹ -ώλισθον, ολισθαίνω ολόγυρα, ξεγλιστρώ, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιολισθάνω: ὀλισθαίνω εἰς τὰ πλάγια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· ὀλισθαίνω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18· μέχρις οὗ τῶν ἀνδρῶν ἀπορριφθέντων καὶ διασφενδονισθέντων, κενὴ προσπέσοι τοῖς τείχεσιν ἢ περιολίσθοι τῆς λαβῆς ἀνείσης Πλουτ. Μάρκελλ. 15· ὡς περιολισθάνοι ἀπ’ αὐτῶν τὰ λοιπὰ βέλη Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· μεταφορ., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα Πλούτ. 2. 1089D. - Παρὰ μεταγεν., -ολισθαίνω.

Middle Liddell

aor2 -ώλισθον
to slip away all round, slip off, Plut.

German (Pape)

(ὀλισθάνω), herum-, darüberhin- und hergleiten, ausgleiten, fallen, Plut. Marcell. 15 und sonst.