Λέρνα: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Λέρνα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[Лерна]] (источник в Коринфе) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> дор. = [[Λέρνη]].
|elrutext='''Λέρνα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[Лерна]] (источник в Коринфе) Plut.;<br /><b class="num">2</b> дор. = [[Λέρνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λέρνα Medium diacritics: Λέρνα Low diacritics: Λέρνα Capitals: ΛΕΡΝΑ
Transliteration A: Lérna Transliteration B: Lerna Transliteration C: Lerna Beta Code: *le/rna

English (LSJ)

ἡ, Lerna, a marsh in Argolis, the mythol. abode of the Hydra (Λερναῖα Ὕδρα‎‎), Plu.Cleom.15, Paus.2.4.5; also Λέρνη, Cratin.347, Str.8.6.8, etc.: gen. Λέρνης A.Pr.652, etc.: prov., Λέρνη κακῶν = an abyss of ills, Hsch.; so Λέρνη θεατῶν, of the theatre, Cratin.l.c.:—Adj. Λερναῖος, Λερναῖα, Λερναῖον, Hes.Th.314, etc.; also ος, ον E.Ion191 (lyr.):—Λερναία χολή, of malignant anger, Trag.Adesp.229.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Lerne, fontaine de Corinthe;
2 dor. c. Λέρνη.

Russian (Dvoretsky)

Λέρνα:
1 Лерна (источник в Коринфе) Plut.;
2 дор. = Λέρνη.

Greek (Liddell-Scott)

Λέρνα: ἡ, ἕλος ἐν Ἀργολίδι, ἡ μυθολογικὴ κατοικία τῆς Ὕδρας, Εὐρ., κλ.· Λέρνη Στράβ. 371, κτλ.· ― παροιμ., Λέρνα κακῶν, ἄβυσσος δυστυχημάτων, ὡς τὸ Ἰλιὰς κακῶν, Ἡσύχ.· οὕτως ὁ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 73 ἐκάλει τὸ θέατρον Λέρνη θεατῶν· ― ἐπίθετ. Λερναῖος, α, ον, Ἡσ. Θεογ. 313, κτλ.· ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 191 (λυρ.).

Greek Monolingual

και Λέρνη, η (AM Λέρνα και Λέρνη)
ονομασία αρχαίας πόλης και ελώδους λίμνης στην Αργολίδα, κοντά στο σημερινό χωριό Μύλοι
αρχ.
1. φρ. «Λέρνη θεατῶν»
(για θέατρο) πλήθος θεατών
2. παροιμ. «Λέρνα κακιῶν» — άβυσσος δυστυχημάτων.

Greek Monotonic

Λέρνα: ἡ, έλος στην Αργολίδα, μυθολογική κατοικία της Λερναίας Ύδρας, σε Ευρ.· επίθ., Λερναῖος, , -ον ή -ος, -ον, σε Ησίοδ., Ευρ.

Middle Liddell

Λέρνα, ἡ,
Lerna, in Argolis, the abode of the Hydra, Eur.:—adj. Λερναῖος, η, ον or ος, ον, Hes., Eur.