γοητεία: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γοητεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[колдовство]], [[ворожба]], [[чары]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[обман]], [[шарлатанство]] Polyb., Luc., Diod.;<br /><b class="num">3)</b> [[обольщение]] (ἡδονῆς δι᾽ ὀμμάτων [[ὄνομα]] γ. ἐστίν Plut.).
|elrutext='''γοητεία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> тж. pl. [[колдовство]], [[ворожба]], [[чары]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[обман]], [[шарлатанство]] Polyb., Luc., Diod.;<br /><b class="num">3</b> [[обольщение]] (ἡδονῆς δι᾽ ὀμμάτων [[ὄνομα]] γ. ἐστίν Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητεία Medium diacritics: γοητεία Low diacritics: γοητεία Capitals: ΓΟΗΤΕΙΑ
Transliteration A: goēteía Transliteration B: goēteia Transliteration C: goiteia Beta Code: gohtei/a

English (LSJ)

ἡ, witchcraft, jugglery, γ. καὶ μαγεία Gorg.Hel.10, cf. Pl. Smp.203a: metaph., οὐδὲν ὑγιές, ἀλλὰ γ. τις Id.R.584a, Andronic. Rhod.p.573 M., etc.; ἀπάτη καὶ γ. Plb.4.20.5, cf. Luc.Nigr.15; γ. τῆς ὑποκρίσεως D.S.1.76; ἡδονῆς δι' ὀμμάτων Plu.2.961d: in a milder sense, 'finesse', Cic.Att.9.13.4; ἡ τῆς φύσεως γ. the magic of Nature, Plot.4.4.44.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I magia, brujería, hechizo γ. καὶ μαγεία Gorg.B 11.10, μαντεία ... καὶ γ. Pl.Smp.202e, καὶ οὐδὲν ὑγιὲς ... ἀλλὰ γ. τις Pl.R.584a, ἀσμενισμοὶ καὶ γοητεῖαι Chrysipp.Stoic.3.96, δι' ὀμμάτων γ. Plu.2.961d, cf. Plot.4.4.43
prodigio de los milagros de Cristo, Cels.Phil.2.49.
II fig.
1 seducción γοητείας ἅμιλλαν ποιητέον hay que hacer una prueba consistente en seducción Pl.R.413d, cf. Amph.Seleuc.179, ἀπάτη καὶ γ. Plb.4.20.5
encanto, capacidad de seducción Cic.Att.180.4
atracción engañosa del mundo de los sentidos ἡ τῆς φύσεως γ. la magia de la naturaleza Plot.4.4.44, (ἡ ἡδονὴ) νύκτωρ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἐνυπνίοις μετὰ γοητείας ... ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.Strom.2.20.120.
2 charlatanería οἱ δὲ πολλοὶ τεθεραπευμένοι ταῖς Ἡρακλείδου γοητείαις Plb.33.18.11
trapacería, maña ἠξίου μετὰ πολλῆς γοητείας ἐξαφεῖναι σῶον αὐτόν suplicaba con muchas mañas que le dejaran en libertad LXX 2Ma.12.24, γ. καὶ ἀπάτη καὶ ψευδολογία Luc.Nigr.15, τῆς ὑποκρίσεως γ. D.S.1.76.

German (Pape)

[Seite 500] ἡ, Zauberei, Gaukelei, Betrügerei; Plat. Conv. 202 e ἐπῳδὰς καὶ μαντείαν πᾶσαν καὶ γ., vgl. Legg. XI, 932; καὶ μαγεῖαι Plut. superst. 12; vom Redner Din. 1, 66. Nach VLL. ἐπὶ τῷ ἀνάγειν νεκρὸν δι' ἐπικλήσεως, ὅθεν εἴρηται ἀπὸ τῶν γόων καὶ τῶν θρήνων τῶν περὶ τοὺς τάφους γενομένων, letztes schwerlich richtig, vgl. μαγεία u. φαρμακεία. Auch Sp., meist in bösem Sinne; καὶ ἀπάτη Pol. 4, 20, 5; vgl. 15, 17, 2; = ἀπάτη καὶ ψευδολογία Luc. Nigr. 15; ἡ τῆς φύσεως γ., wo der Mensch nicht mit klarem Bewußtsein handelt, Plotin. in Villois. Anecd. II p. 236; in gutem Sinne, Zauberer, nach Plut. sol. anim. 3 p. 143 ἡδονῆς τῷ μὲν δι' ὤτων ὄνομα κήλησίς ἐστι, τῷ δὲ δι' ὀμμάτων γοητεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fascination ; charlatanisme, imposture.
Étymologie: γοητεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοητεία -ας, ἡ γοητεύω magie, toverij; overdr. betovering, verleiding:; γοητείας ἅμιλλαν ποιητέον we moeten een wedstrijd in betovering instellen Plat. Resp. 413d; ongunstig:. ἀνάπλεως γοητείας καὶ ἀπάτης vol misleiding en bedrog Luc. 8.15.

Russian (Dvoretsky)

γοητεία:
1 тж. pl. колдовство, ворожба, чары Plat., Plut.;
2 обман, шарлатанство Polyb., Luc., Diod.;
3 обольщение (ἡδονῆς δι᾽ ὀμμάτων ὄνομα γ. ἐστίν Plut.).

Middle Liddell

γοητεύω
juggling, cheatery, Plat.

Greek Monolingual

η (AM γοητεία) γοητεύω
το να σαγηνεύει κανείς με την ομορφιά του, τους λόγους του ή άλλα χαρίσματα
(αρχ.- μσν.) απάτη.

Greek Monotonic

γοητεία: ἡ (γοητεύω), μαγεία, μαγγανεία, απάτη, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

γοητεία: ἡ, (γοητεύω) μαγεία, μαγγανεία, ἀπάτη, Πλάτ. Συμπ. 203Α, Πολ. 584Α, κτλ.· μεταφ., γ. τῆς ὑποκρίσεως Διόδ. 1. 76· ἡδονῆς δι’ ὀμμάτων ὄνομα, γοητεία Πλούτ. 2. 961D.

English (Woodhouse)

cheat, deception, jugglery, quackery, hocus-pocus, juggling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)