καθυγραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠγραίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> сильно увлажнять, мочить, т. е. разбавлять водой (τὸ [[ἔλαιον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[размачивать]], [[делать жидким]], [[разжижать]] (τὰ σχληρότατα Plut.).
|elrutext='''κᾰθῠγραίνω:'''<br /><b class="num">1</b> сильно увлажнять, мочить, т. е. разбавлять водой (τὸ [[ἔλαιον]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[размачивать]], [[делать жидким]], [[разжижать]] (τὰ σχληρότατα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:32, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυγραίνω Medium diacritics: καθυγραίνω Low diacritics: καθυγραίνω Capitals: ΚΑΘΥΓΡΑΙΝΩ
Transliteration A: kathygraínō Transliteration B: kathygrainō Transliteration C: kathygraino Beta Code: kaqugrai/nw

English (LSJ)

A moisten well, Arist.Pr.863b23, Thphr.CP6.18.10, Plu.Luc.32:—Pass., Thphr.CP1.13.6; of the bowels, to be relaxed, Hp.Aph.4.27, etc. II liquefy, in Pass., Plu.2.953e.

German (Pape)

[Seite 1289] benetzen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

liquéfier.
Étymologie: κατά, ὑγραίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθυγραίνω [κατά, ὑγρός] met acc. kletsnat maken. intrans. vol vocht lopen (van de buik). Hp.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠγραίνω:
1 сильно увлажнять, мочить, т. е. разбавлять водой (τὸ ἔλαιον Arst.);
2 размачивать, делать жидким, разжижать (τὰ σχληρότατα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καθυγραίνω: ὑγραίνω ἐντελῶς, Ἀριστ. Προβλ. 1, 39. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10, Πλούτ.: - Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 6· ἐπὶ τῆς κοιλίας, τουτέοισιν αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται, ἀνακουφίζονται, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ. ΙΙ. ὑγροποιῶ, εἰς ὑγρὸν μεταβάλλω, τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν Πλούτ. 2. 642C. - Παθ., παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 953D.

Greek Monolingual

(AM καθυγραίνω) κάθυγρος
υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.)
μσν.
μέσ. καθυγραίνομαι
σβήνω τη δίψα κάποιου
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ, ρευστοποιώ («τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῆ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν», Πλούτ.)
2. (για την κοιλιά) ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω («αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται», Ιπποκρ.).