ἀτέρμων: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀτέρμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀτέρμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1</b> [[бесконечный]] ([[αἰών]] Arst.): ἀ. [[πέπλος]] Aesch. наглухо зашитое платье;<br /><b class="num">2</b> [[бесчисленный]] (ἐνόπτρων αὐγαί Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, without bound or end, αἰών Arist.Mu.401a16; ὕπνος Mosch.3.104; ἐνόπτρων ἀ. αὐγαί the mirror's countless rays, E.Hec.926; ἀ. πέπλος having no end or issue, inextricable, A.Eu.634.
Spanish (DGE)
-ον
1 inextricable πέπλος A.Eu.634.
2 infinito χρυσέων ἐνόπτρων λεύσσουσ' ἀτέρμονας αὐγάς E.Hec.925
•ilimitado αἰών Arist.Mu.401a16, εὔδομες ... ἀ. ὕπνον Mosch.3.104, ἰχώρ Opp.C.2.278, γαῖα Nonn.D.17.284, cf. 7.191.
German (Pape)
[Seite 385] ον (τέρμα), ohne Gränzen, ohne Ende, πέπλος Aesch. Eum. 604, ohne Ausgang; ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων Eur. Hec. 903, nach Herm. außerordentlich glänzender, blendender Schein der Metallspiegel; Andere erkl. runde.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 sans terme, sans fin : ἀτέρμονες αὐγαὶ χρυσέων ἐνόπτρων EUR l'éclat des miroirs d'or aux rayonnements infinis, p.ê. l'éclat des miroirs d'or qui ne cessent de regarder celui qui les regarde;
2 sans issue, inextricable.
Étymologie: ἀ, τέρμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀτέρμων: 2, gen. ονος
1 бесконечный (αἰών Arst.): ἀ. πέπλος Aesch. наглухо зашитое платье;
2 бесчисленный (ἐνόπτρων αὐγαί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέρμων: -ον, γεν. ονος, ἄνευ τέρματος ἢ τέλους, αἰὼν Ἀριστ. π. Κόσμ. 7· 2· ὕπνος Μόσχ. 3. 105· ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί, αἱ ἀναρίθμητοι ἀκτῖνες τοῦ κατόπτρου, Εὐρ. Ἑκ. 926· ἀτ. πέπλος, ἄνευ ἄκρας, ἀδιέξοδος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 634 (πρβλ. ἄπειρος, ἀπέραντος).
Greek Monolingual
-ον (Α ἀτέρμων, -ον) τέρμα
ο χωρίς τέρμα, ατέλειωτος («ατέρμονες συζητήσεις», «ἀτέρμων αἰών»)
νεοελλ.
1. υπερβολικά μεγάλος
2. ο χωρίς αρχή και τέλος, κυκλοτερής ή κινούμενος κυκλοτερώς
αρχ.
φρ.
1. «ἀτέρμων πέπλος» — πέπλος αδιέξοδος, ραμμένος στον λαιμό (Αισχ.)
2. «ἐνόπτρων ἀτέρμονες αὐγαί» — οι αναρίθμητες ακτίνες του καθρέφτη.
Greek Monotonic
ἀτέρμων: -ον, γεν. -ονος, (τέρμα) αυτός που δεν έχει όρια· ἀτέρμων πέπλος, αυτός που δεν έχει τέλος, αναρίθμητος, σε Αισχύλ.· ἀτέρμονες αὐγαί, οι πολυάριθμες ακτίνες του καθρέφτη, σε Ευρ.
Middle Liddell
τέρμα
without bounds; ἀτ. πέπλος having no end or issue, inextricable, Aesch.; ἀτέρμονες αὐγαί the countless rays of the mirror, Eur.