ἄσκεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄσκεπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[необдуманно поступающий]], [[неосмотрительный]], [[безрассудный]] (Plat.; ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[нерассмотренный]], [[неисследованный]] (ἄσκεπτον παραλιπεῖν τι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[неощутимый]], [[незаметный]] (ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arst.).
|elrutext='''ἄσκεπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[необдуманно поступающий]], [[неосмотрительный]], [[безрассудный]] (Plat.; ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[нерассмотренный]], [[неисследованный]] (ἄσκεπτον παραλιπεῖν τι Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[неощутимый]], [[незаметный]] (ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:00, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκεπτος Medium diacritics: ἄσκεπτος Low diacritics: άσκεπτος Capitals: ΑΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: áskeptos Transliteration B: askeptos Transliteration C: askeptos Beta Code: a)/skeptos

English (LSJ)

ον, A inconsiderate, unreflecting, οὐκ ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. 14.5, cf. Pl.R.438a, Plu.2.45d: mostly in Adv. ἀσκέπτως = inadvisedly, Th.6.21, Pl.Chrm.158e, etc.; ἀ. ἔχειν Id.Cra.440d; ἀ. ἔχειν τινός Id.Grg.501c: Comp.-ότερον Arist.Pol.1274a30, Plu.Demetr.1. II unconsidered, unobserved, Ar.Ec.258, X.Mem.4.2.19; μὴ τὸ μέγιστον ἐπιστήμης πέρι τί ποτ' ἐστὶν ἄσκεπτον γένηται Pl. Tht.184a. 2 unseen, hidden, γάμοι Opp.H.1.773. 3 too small to be observed, negligible, ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.0.89b10.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no examinado, no observado ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον ... ὅ τι δράσεις Ar.Ec.258, μὴ ... καὶ τὸ μέγιστον οὗ ἕνεκα ὁ λόγος ὥρμηται ... ἄσκεπτον γένηται Pl.Tht.184a, cf. X.Mem.4.2.19, Plb.2.56.2, Ph.1.1, οὐδὲ μύες ... ἄσκεπτοι ἐγένοντο Arat.1134, de síntomas en una enfermedad, Gal.13.154
a lo que no se presta atención οὔκ ἄσκεπτα δυνάμενος λέγειν teniendo facultad de pronunciar (discursos) dignos de atención Ephipp.14.5.
2 inobservable, imposible de constatar ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.89b10, ἀτέκμαρτοι καὶ ἄσκεπτοι γάμοι Opp.H.1.773.
3 no atento, no observador, irreflexivo de pers. μήτοι τις ... ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ Pl.R.438a, αὐτοὶ δ' ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plu.2.45d
c. gen. o περί y gen. τούτων ἀσκέπτους ... τοὺς παλαιούς Plu.2.646f, αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων Luc.Cyn.18, de dichos τὴν παιδιὰν μὴ ἄσκεπτον οὖσαν al ser juegos de palabras inteligentes Clearch.63.1, de abstr. ὁρμή I.BI 6.328, ἐλπίς I.BI 5.66
neutr. compar. como adv. sin comprobación, irreflexivamente λέγειν Arist.Pol.1274a30, κεχρῆσθαι ἀσκεπτότερον αὑτοῖς Plu.Demetr.1.
II adv. ἀσκέπτως = irreflexivamente, a la ligera, sin previo examen βουλεῦσαι Th.6.21, λέγειν Isoc.15.292, cf. 158, Pl.Chrm.158e, ἔχειν Pl.Cra.440d, αὐτόθεν ἀσκέπτως παραγίνονται Plb.5.98.2, οὐ ... ἀ. μετ' ὄχλου ἐκπορευτέον Aen.Tact.23.6, ἀσκέπτως καὶ ἀνοήτως κινεῖσθαι Horap.2.87
c. gen. ἀσκέπτως ἔχων τοῦ ἀμείνονος Pl.Grg.501c, τοῦ δέοντος Numen.25.51.

German (Pape)

[Seite 371] unüberlegt, unbedacht, ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. Ath. XI, 509 d; Plat. Theaet. 184 a; Xen. Mem. 4, 2, 19. – Adv., ἀσκέπτως, unbedachtsam, Thuc. 6, 21; ἔχειν τινός, auf etwas keine Rücksicht nehmen, Plat. Gorg. 501 c; vgl. Crat. 440 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non considéré, non observé;
2 fig. inconsidéré, irréfléchi;
Cp. ἀσκεπτότερος.
Étymologie: , σκέπτομαι.

Greek Monolingual

και άσκεφτος, -η, -ο (AM ἄσκεπτος, -ον)
Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος
2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι γάμοι»)
3. ο ασήμαντος, ο αμελητέος
II. επίρρ. άσκεφτα (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)
απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι
άσκεφτος < άσκεπτος με ανομοίωση].

Greek Monotonic

ἄσκεπτος: -ον (σκοπέω
I. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος, αστόχαστος, σε Πλάτ.· επίρρ., -τως, απερίσκεπτα, σε Θουκ. κ.λπ.
II. ανεξέταστος, απαρατήρητος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄσκεπτος:
1 необдуманно поступающий, неосмотрительный, безрассудный (Plat.; ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plut.);
2 нерассмотренный, неисследованный (ἄσκεπτον παραλιπεῖν τι Xen.);
3 неощутимый, незаметный (ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arst.).

Middle Liddell

σκοπέω
I. inconsiderate, unreflecting, Plat.:—adv. -τως, inconsiderately, Thuc., etc.
II. unconsidered, unobserved, Xen.

English (Woodhouse)

hasty, rash, unconsidered, not thought out

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)