κατακλυσμός: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> inondation;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> cataclysme.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλύζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[inondation]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> cataclysme.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλύζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:45, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλυσμός Medium diacritics: κατακλυσμός Low diacritics: κατακλυσμός Capitals: ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
Transliteration A: kataklysmós Transliteration B: kataklysmos Transliteration C: kataklysmos Beta Code: kataklusmo/s

English (LSJ)

ὁ, A flood, Pl.Lg.679d, Arist. Ph.222a23, Stoic. 2.337, Marm.Par.6, etc.; inundation, PMagd.28v. 4 (iii B. C.): pl., Pl.Ti.25c, Lg.677a. 2 metaph., κ. τῶν πραγμάτων political deluge, D.18.214. II Medic… affusion, douche, Cael. Aur.TP4.1.1.

German (Pape)

[Seite 1354] ὁ, die Überschwemmung, Plat. Legg. III, 677 u. A.; bes. von der deukalionischen Fluth, Plat. Legg. III, 679 d; Plut. Pyrrh. 1; übertr., τῶν πραγμάτων, Vernichtung, Vergessen, Dem. 18, 214.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 inondation;
2 fig. cataclysme.
Étymologie: κατακλύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κλυσμός -οῦ, ὁ [κατακλύζω] overstroming; zondvloed; NT; overdr. stortvloed:. ἐὰν... ἐπέλθῃ ποτὲ κῦμα κατακλυσμὸν φέρον νόσων als er ons ooit een ramp overkomt die een tsunami van ziekten meebrengt Plat. Lg. 740e; κατακλυσμὸν γεγενῆσθαι τῶν πραγμάτων dat er een aardverschuiving in de politiek is geweest Dem. 18.214.

Russian (Dvoretsky)

κατακλῠσμός:
1 разлив, наводнение Plat., Arst.;
2 потоп Plat., Plut., NT;
3 гибель, уничтожение (τῶν πραγμάτων Dem.).

English (Strong)

from κατακλύζω; an inundation: flood.

English (Thayer)

κατακλυσμοῦ, ὁ (κατακλύζω), inundation, deluge: of Noah's deluge, Sept. for מַבּוּל); Plato, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch.)

Greek Monolingual

ο (AM κατακλυσμός) κατακλύζω
1. πλημμύρα υδάτων που σκεπάζει μεγάλες εκτάσεις (α. «ο κατακλυσμός του Νώε» β. «τῶν προ κατακλυσμοῦ γεγονότων», Πλάτ.)
2. αφθονία, υπερεπάρκεια
νεοελλ.
1. συνεχής και καταρρακτώδης βροχή η οποία προκαλεί πλημμύρα
2. φρ. «φέρνει τον κατακλυσμό» — μεγαλοποιεί κάτι προβάλλοντας ως πρόσχημα εμπόδια και δυσκολίες
αρχ.
ιατρ.
1. κλύσμα
2. πλύσιμο με άφθονο νερό.

Greek Monotonic

κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρισμα, ξεχείλισμα· μεταφ., σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, κάλυψις τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, λήθη, φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21.

Middle Liddell

κατακλυσμός, οῦ,
a deluge, inundation: metaph., Dem.

Chinese

原文音譯:kataklusmÒj 卡他-克呂士摩士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:向下-巨浪 相當於: (מַבּוּל‎)
字義溯源:氾濫,洪水,淹沒;源自 (κατακλύζω)=淹沒;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κλύδων)=海中巨浪,怒濤)組成;而 (κλύδων)出自(κλυδωνίζομαι)X*=洶湧)
同源字:1) (εὐρακύλων / εὐροκλύδων)東北風 2) (κατακλύζω)沖去 3) (κατακλυσμός)氾濫 4) (κλύδων)海中巨浪 5) (κλυδωνίζομαι)被巨浪所顛簸比較: (πλήμμυρα)=洪水
出現次數:總共(4);太(2);路(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 洪水(4) 太24:38; 太24:39; 路17:27; 彼後2:5

English (Woodhouse)

flood, inundation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πλημμύρα). Ἀπό τό κατακλύζω (=πλημμυρίζω) → κατά + κλύζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.