πταρμός: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=φτάρνισμα). Ἀπό τό [[πταίρω]] [[πτάρνυμαι]] (=φταρνίζομαι), πού παράγεται ἀπό ρίζα πταρ-.
|mantxt=(=[[φτάρνισμα]]). Ἀπό τό [[πταίρω]] [[πτάρνυμαι]] (=[[φταρνίζομαι]]), πού παράγεται ἀπό ρίζα πταρ-.
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πταρμός Medium diacritics: πταρμός Low diacritics: πταρμός Capitals: ΠΤΑΡΜΟΣ
Transliteration A: ptarmós Transliteration B: ptarmos Transliteration C: ptarmos Beta Code: ptarmo/s

English (LSJ)

ὁ, sneezing, Hp.Aph.6.13 (pl.), Th.2.49, Pl. Smp.189a, Arist.Pr.961b9; πταρμόν τ' ὄρνιθα καλεῖτε Ar.Av.720, cf. Arist.HA492b6; as a bad omen, Polyaen.3.10.2.

German (Pape)

[Seite 807] ὁ, das Niesen; Hippocr.; Ar. Av. 720; τοιούτων ψόφων καὶ γαργαλισμῶν οἷον καὶ ὁ πταρμός ἐστι, Plat. Conv. 189 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éternuement.
Étymologie: πταίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πταρμός -οῦ, ὁ [πτάρνυμαι] het niezen, genies.

Russian (Dvoretsky)

πταρμός:чихание Thuc., Plat., Arph., Arst., Plut.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και φταρμός Ν πτάρνυμαι
αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου της μύτης και του στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό φαινόμενο, με συχνότερη αιτία τη διέγερση του βλεννογόνου τών ανώτερων αναπνευστικών οδών από ένα ξένο σώμα ή από ερεθιστικούς ατμούς, κν. φτέρνισμα και φτάρνισμα.

Greek Monotonic

πταρμός: ὁ (πταίρω), φτάρνισμα, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πταρμός: ὁ, (πταίρω) «φταίρνισμα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Ἀριστοφ. Ὄρν. 720, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Συμπ. 189Α· ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 33. 1 κἑξ.· ἴδε ἐν λ. πταίρω.

Middle Liddell

πταρμός, οῦ, ὁ, πταίρω
a sneezing, Ar., Thuc., etc.

Mantoulidis Etymological

(=φτάρνισμα). Ἀπό τό πταίρω πτάρνυμαι (=φταρνίζομαι), πού παράγεται ἀπό ρίζα πταρ-.