κοχυδέω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (pape replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κοχυδέω [χύδην] gutsen, overvloedig stromen. | |elnltext=κοχυδέω [χύδην] [[gutsen]], [[overvloedig stromen]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
stream forth copiously, ποταμοὶ… Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ gushing with cakes, Pherecr.130.4: Ion.impf. κοχύδεσκεν (v.l. κοχύεσκεν) Theoc.2.107.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
s'écouler en abondance.
Étymologie: χέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοχυδέω [χύδην] gutsen, overvloedig stromen.
Russian (Dvoretsky)
κοχῠδέω: или κοχύω (aor. iter. κοχύδεσκε - v.l. κοχύεσκε) обильно течь, стекать (ἐκ μετώπω ἱδρὼς κοχύδεσκεν Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
κοχῠδέω: ἐκρέω ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ, ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. παρά ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς ῥοῦς» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ οἶνος κοχύζει εἶναι ἐπιτυχὴς εἰκασία τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι εἶναι μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, χύδην, πρβλ. μορμύρω, ποιφύσσω.)
Greek Monolingual
κοχυδέω (Α)
ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῦν
τες», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ- της ρίζας του χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. της λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω].
Greek Monotonic
κοχῠδέω: Ιων. παρατ. κοχύδεσκον, ρέω, εκχέομαι αδιάκοπα, σε Θεόκρ. (αναδιπλ. από το χέω, χύδην).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: `sream forth copiously (Pherekr. 130, 4).
Other forms: ipf. κοχύδεσκεν (Theoc. 2, 107; v.l. κοχύεσκεν), pres. also κοχύζει (Stratt. 61; cod. κοκκύζει)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Intensive reduplicated formation to χύδην (on the dissimilated vowel Schwyzer 647). As backformation κοχύ πολύ, πλῆρες H., κόχος mighty stream (sch. Theoc. ad loc.); so these latter words are learned contructions to explain the unclear forms? Reduplication from an adv. seems very strange in Greek.
Middle Liddell
κοχῠδέω,
to stream forth copiously, Theocr. [Reduplicated from χέω, χύδην.]
Frisk Etymology German
κοχυδέω: (Pherekr. 130, 4),
{kokhudéō}
Forms: Ipf. κοχύδεσκεν (Theok. 2, 107; v.l. κοχύεσκεν), Präs. auch κοχύζει (Stratt. 61; cod. κοκκύζει)
Grammar: v.
Meaning: mächtig hervorströmen.
Etymology: Intensive Reduplikationsbildung zu χύδην (zum dissimilierten Vokal Schwyzer 647). Dazu als Rückbildungen κοχύ· πολύ, πλῆρες H., κόχος mächtiger Strom (Sch. Theok. ad loc.).
Page 1,937
German (Pape)
s. κοχύω.