πολυσπερής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυσπερής -ές [πολύς, σπείρω] wijdverbreid. zeer vruchtbaar.
|elnltext=πολυσπερής -ές &#91;[[πολύς]], [[σπείρω]]] wijdverbreid. zeer vruchtbaar.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:01, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπερής Medium diacritics: πολυσπερής Low diacritics: πολυσπερής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΕΡΗΣ
Transliteration A: polysperḗs Transliteration B: polysperēs Transliteration C: polysperis Beta Code: polusperh/s

English (LSJ)

ές, (σπείρω) A wide-spread, spread over the earth, ἄνθρωποι Il.2.804, Od.11.365; Ὠκεανῖναι Hes.Th.365; φήμη Theodect.16; συνόδοντες Opp.H.3.577; Boeot. pl. πολουσπερίες Corinn.Supp.2.63. II fruitful, καμασῆνες Emp.74.

German (Pape)

[Seite 673] ές, weit ausgesäet, weit ausgebreitet; ἄνθρωποι, Il. 2, 804, wie πολλοὺς βόσκει γαῖα πολυσπερέας ἀνθρώπους Od. 11, 365; Ὠκεανῖναι, zahlreich, Hes. Th. 365. – Auch akt., weit umher zerstreuend, verbreitend, Empedocl. 235.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dispersé en plusieurs peuplades ou tribus.
Étymologie: πολύς, σπείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσπερής -ές [πολύς, σπείρω] wijdverbreid. zeer vruchtbaar.

Russian (Dvoretsky)

πολυσπερής:
1 широко рассеянный, широко расселившийся (ἄνθρωποι Hom.);
2 многочисленный (Ὠκεανῖναι Hes.);
3 плодовитый (καμασῆνες Emped.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπερής: -ές, (σπείρω) πολυσπερέων ἀνθρώπων, «ἐπὶ πολλὰ μέρη τῆς γῆς διεσπαρμένων, πολυγενῶν» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 804, Ὀδ. Λ. 365· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 365· πολυσπερὴς καθ’ Ἑλλάδα φήμη πλανᾶται, εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος διεσπαρμένη, διαδιδομένη, Θεοδέκτ. παρὰ Στοβ. σ. 105, 25, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσπερέων· πολυεθνῶν». ΙΙ. καρποφόρος, γόνιμος, καμασῆνες Ἐμπεδ. 256.

English (Autenrieth)

ές (σπείρω): widestrewn, wide-spread, over the earth.

Greek Monolingual

-ές και βοιωτ. τ. πληθ. αρσ. πολουσπερίες, Α
διεσπαρμένος σε πολλά μέρη («πολυσπερὴς καθ' Ἑλλάδα φήμη πλανᾱται», Θεοδοτ.)
2. καρποφόρος, γόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θ. σπερ- του σπείρω + κατάλ. -ής].

Greek Monotonic

πολυσπερής: -ές (σπείρω), αυτός που εξαπλώνεται τριγύρω, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

πολυ-σπερής, ές σπείρω
wide-spread, Hom., Hes.