ἐπιθέω: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιθέω:'''<br /><b class="num">1</b> (по чему-л.) бежать (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[совершать набег или нападение]], [[бросаться]] Her., Plat.;<br /><b class="num">3</b> [[бежать вслед]], [[преследовать]] (ἐπιθέων ἐκβοάτω, sc. ὁ [[κυνηγέτης]] Xen.). | |elrutext='''ἐπιθέω:'''<br /><b class="num">1</b> (по чему-л.) бежать (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[совершать набег или нападение]], [[бросаться]] Her., Plat.;<br /><b class="num">3</b> [[бежать вслед]], [[преследовать]] (ἐπιθέων ἐκβοάτω, ''[[sc.]]'' ὁ [[κυνηγέτης]] Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run at or [[after]], Hdt., Xen. | |mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br />to run at or [[after]], Hdt., Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 30 November 2022
English (LSJ)
A run upon, at or after, Hdt.9.107, X.Cyn.6.10: abs., App. Hisp.90; ἐ. πρὸς τὴν μάχην Hdn.6.7.8. 2. metaph., ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη Plot.2.9.6; to be diffused over, πᾶσι τοῖς ἀληθέσι Id.5.3.17, al. II. run upon the surface of water, Arist.HA551b22.
German (Pape)
[Seite 943] (s. θέω), herbei-, herzulaufen, ὁλκάς Plut. Marc. 14; bes. feindlich, Her. 9, 107; πρὸς τὴν συσταδὸν μάχην Hdn. 6, 7, 19; verfolgen, vom Jäger, Xen. Cyn. 8, 10; Folgde; τινά, App. Hisp. 27.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐπέθεον;
courir vers ou contre.
Étymologie: ἐπί, θέω.
Greek Monolingual
ἐπιθέω (Α)
1. προστρέχω σε κάποιον, τρέχω προς το μέρος κάποιου ή μετά από κάποιον («καὶ ἐπιθέων μὲν ἐκβοάτω», Ξεν.)
2. μτφ. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, είμαι διάσπαρτος («ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη», Πλωτίν.)
3. τρέχω πάνω σε μια επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ἐπιθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω προς ή κατόπιν κάποιου, κυνηγώ, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθέω:
1 (по чему-л.) бежать (τὰ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἐπιθέοντα ζωδάρια Arst.; ὁλκὰς διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσα Plut.);
2 совершать набег или нападение, бросаться Her., Plat.;
3 бежать вслед, преследовать (ἐπιθέων ἐκβοάτω, sc. ὁ κυνηγέτης Xen.).