συναπτικός: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synaptikos | |Transliteration C=synaptikos | ||
|Beta Code=sunaptiko/s | |Beta Code=sunaptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of adjusting]], τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα Phld.''Piet.''8.<br><span class="bld">II</span> Gramm., συναπτικὸς [[σύνδεσμος]] or ὁ συναπτικός alone, [[hypothetical]] [[conjunction]] ([[εἰ]], [[εἴπερ]], etc.), Chrysipp.Stoic.2.68, D.T. 642.32, Plu.2.386f, A.D.''Conj.''218.11. Adv. [[συναπτικῶς]], gloss on [[αὐτοσχεδόν]], Sch.Hes.''Sc.''189; on [[ἄφαρ]], Sch.D Od.2.169.<br><span class="bld">III</span> = [[συστρεπτικός]], of cold, Gal.17(2).37. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συναπτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ грам. сочинительный союз.<br />грам. соединительный, сочинительный ([[σύνδεσμος]] Plut.). | |elrutext='''συναπτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ грам. сочинительный союз.<br />грам. соединительный, сочинительный ([[σύνδεσμος]] Plut.). | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[conectivo]] | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:26, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of adjusting, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα Phld.Piet.8.
II Gramm., συναπτικὸς σύνδεσμος or ὁ συναπτικός alone, hypothetical conjunction (εἰ, εἴπερ, etc.), Chrysipp.Stoic.2.68, D.T. 642.32, Plu.2.386f, A.D.Conj.218.11. Adv. συναπτικῶς, gloss on αὐτοσχεδόν, Sch.Hes.Sc.189; on ἄφαρ, Sch.D Od.2.169.
III = συστρεπτικός, of cold, Gal.17(2).37.
German (Pape)
[Seite 1003] ή, όν, verbindend, anknüpfend, σύνδεσμος, Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = εὐθέως, ἄφαρ, Schol. Od. 2, 169.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la propriété de marquer la connexion ; t. de gramm. συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, c. εἰ, εἴπερ, etc. ; t. de gramm. corrélatif.
Étymologie: συνάπτω.
Russian (Dvoretsky)
συναπτικός: II ὁ грам. сочинительный союз.
грам. соединительный, сочинительный (σύνδεσμος Plut.).
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
συναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς σύναψιν, συνδετικός, συμπλεκτικός, σ. σύνδεσμος ἢ μόνον ὁ σ., σύνδεσμος συμπλεκτικός, Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.
Greek Monolingual
-ή, -ό, / συναπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνάπτω
κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός
νεοελλ.
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος»)
2. φρ. α) «συναπτική σχισμή»
βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με πλάτος ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρων
β) «συναπτικό κυστίδιο»
βιολ. καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, κατά τη διέγερση από μια νευρική ώση
γ) «συναπτική μεταβίβαση»
βιολ. η μεταβίβαση τών μηνυμάτων που γίνεται μεταξύ τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή μεταξύ ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου
αρχ.
1.(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει, να παγώνει
2. φρ. «συναπτικὸς σύνδεσμος» ή, απλώς, «συναπτικός» — συμπλεκτικός σύνδεσμος.
επίρρ...
συναπτικῶς Α
συναπτώς.