πολύσιτος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en blé <i>ou</i> en vivres;<br /><b>2</b> [[qui mange beaucoup]], [[vorace]], [[glouton]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σῖτος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[abondant en blé]] <i>ou</i> en vivres;<br /><b>2</b> [[qui mange beaucoup]], [[vorace]], [[glouton]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σῖτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:30, 6 December 2022
English (LSJ)
ον, A rich in corn, of persons, X.Vect.5.3; of a country, Thphr.HP 8.6.6, Str.15.3.11. II high-fed, full of meat, Theoc.21.40.
German (Pape)
[Seite 673] 1) viel Getreide habend, fruchtbar; Xen. Vect. 5, 3; Strab. XV. – 2) viel essend, Theocr. 21, 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 abondant en blé ou en vivres;
2 qui mange beaucoup, vorace, glouton.
Étymologie: πολύς, σῖτος.
Russian (Dvoretsky)
πολύσῑτος:
1 изобилующий хлебом Xen.;
2 наевшийся до отвала Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσῑτος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σίτου, Ξεν. Πόροι, 5, 3,,Στράβ. 731. ΙΙ. ὁ πολὺ τρεφόμενος, πλήρης τροφῆς, Θεόκρ. 21. 40.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για πρόσ. ή για χώρα) αυτός που έχει αφθονία σίτου («δι' ὃ καὶ ή Σικελία πολύσιτος», θεόφρ.)
2. αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, πολυφαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σῖτος (πρβλ. ολιγό-σιτος)].
Greek Monotonic
πολύσῑτος: -ον,·
I. άφθονος σε σιτάρι, σε Ξεν.
II. πλήρως τρεφόμενος, γεμάτος τροφή, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
πολύ-σῑτος, ον,
I. abounding in corn, Xen.
II. high-fed, full of meat, Theocr.