ἀνθέριξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1  ;")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> barbe d'épi ; épi;<br /><b>2</b> [[tige]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]].
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[barbe d'épi]] ; épi;<br /><b>2</b> [[tige]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 17:10, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθέριξ Medium diacritics: ἀνθέριξ Low diacritics: ανθέριξ Capitals: ΑΝΘΕΡΙΞ
Transliteration A: anthérix Transliteration B: antherix Transliteration C: antheriks Beta Code: a)nqe/ric

English (LSJ)

-ικος, ὁ, = ἀθήρ, beard of an ear of corn, the ear itself, Il. 20.227, Hes. Fr. 117, AP 12.121 (Rhian.). = ἀνθέρικος I. 1, stalk of asphodel, v.l. in Theoc. 1.52.

Spanish (DGE)

-ῐκος, ὁ
• Morfología: [fem. en Rhian.72.6]
espiga ἀνθερίκων καρπόν Il.20.227, Hes.Fr.62, ἕρπειν αὐηρὴν ... ἀνθέρικα Rhian.l.c., cf. Nonn.D.28.287.
• Etimología: Cf. ἀνθέρικος y ἀθήρ.

German (Pape)

[Seite 231] (vgl. ἀθήρ), ικος, ὁ, die Hachel an der Aehre und die Aehre selbst, Il. 20, 227; übh. Halm, Stengel, z. B. von Asphodelos, ἀνθερίκων Her. 4, 190; Theocr. 1, 52.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
1 barbe d'épi ; épi;
2 tige.
Étymologie: ἄνθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθέριξ: ῐκος ὁ
1 ость колоса или колос Hom., Hes.;
2 стебель Her., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθέριξ: ῐκος, ὁ (ἄνθος) = αἰθήρ, ὁ «ἀθέρας» τοῦ στάχυος σίτου, αὐτὸς ὁ στάχυς, Λατ. spica· «ἀνθέριξ, παρὰ τὸ ἄνθος σημαίνει δὲ τὸ ἄκρον τῶν ἀσταχύων» Ἐτυμ. Μ. σ. 109. 1· ἄκρον ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατάκλων Ἰλ. Υ. 227, Ἡσ. Ἀποσπ. 143 (160), Νόνν. Δ. 28, 287, κτλ. ΙΙ. ἀνθέρικος Ι. 1 (ὃ ἴδε), ἡ καλάμη ἢ ὁ καυλὸς τοῦ ἀσφοδέλου, Θεόκρ. 1. 52.

English (Autenrieth)

ικος: (beard of) ear of grain, pl., Il. 20.227†.

Greek Monolingual

ἀνθέριξ, ο (Α) αθήρ η άκρη του σταχιού των δημητριακών, ο αθέρας
2. το ίδιο το στάχι
3. ο ανθέρικος.

Greek Monotonic

ἀνθέριξ: -ῐκος, ὁ (ἄνθος), = ἀθήρ, το γένι του σταχυού ή του καλαμποκιού, το ίδιο το στάχυ, Λατ. spica, σε Ομήρ. Ιλ.
II. το άνθος του ασφόδελου, σε Ηρόδ., Θεόκρ.

Middle Liddell

ἄνθος, = ἀθήρ
I. the beard of an ear of corn, the ear itself, Lat. spica, Il.
II. = the stalk of asphodel, Hdt., Theocr.