ἐκλάμπω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[sortir en brillant de]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> briller tout à coup, éclater ; <i>fig.</i> devenir éclatant, briller;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> [[faire briller]], [[allumer]].<br />'''Étymologie:''' ἐκ, [[λάμπω]].
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[sortir en brillant de]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> briller tout à coup, éclater ; <i>fig.</i> devenir éclatant, briller;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> [[faire briller]], [[allumer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λάμπω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 23:40, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλάμπω Medium diacritics: ἐκλάμπω Low diacritics: εκλάμπω Capitals: ΕΚΛΑΜΠΩ
Transliteration A: eklámpō Transliteration B: eklampō Transliteration C: eklampo Beta Code: e)kla/mpw

English (LSJ)

A shine or beam forth, Hdt.6.82, A.Pr.1083 (anap.); ὅπλα ὥστε κάτοπτρον ἐξέλαμπεν X.Cyr.7.1.2, etc.; ὀμμάτων ἐ. πόθος APl. 4.182 (Leon.); ὥσπερ ἀστραπήν Hp.Epid.7.88; πῦρ ἐκ λίθων ἐ. Arist. HA516b11: metaph., δίκας δ' ἐξέλαμψε θεῖον φάος Trag.Adesp.500; ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐ. Pl.R.435a; ἐξ. ἡ δόξα Plb.31.23.2; of persons, Ph.1.326, al.; burst forth violently, of a fever, Hp.VM16; of sound, to be clearly heard, [ἐκ τῆς κραυγῆς] ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Plb.15.31.1. 2 to be distinguished, δι' εὐφυΐαν Plu.Cic.2; τῶν ἄλλων Lib.Or.62.37. II c. acc. cogn., flash forth, πυρωπὸν γλῆνος ἐκλάμψαν φλόγα A.Fr.300.4; σέλας dub.l.in E.Fr.330, cf. Lyc.1091; πῦρ App.Syr.56, cf. BiasFr.Lyr.: metaph., νοῦς ἐ. αἰσθήσεις Ph.1.72; ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὁ θεὸς ἑαυτὸν ἐξέλαμψε Iamb.Myst.8.2. III Astrol.,=διαυγάζω III, PLond.1.132.95 (i/ii A.D.).

Spanish (DGE)

I intr.
1 refulgir ἕλικες δ' ἐκλάμψουσι στεροπῆς ζάπυροι A.Pr.1083, ἔλεξε ... φλόγα πυρὸς ἐκλάμψαι Hdt.6.82, ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ ... ὥσπερ ἀστραπὴν ἐκλάμπειν ἐδόκει Hp.Epid.7.88, cf. Arist.Sens.437a24, ἡλίου ... ἀκτίνων σέλας ... ἐξέλαμπεν Ar.Au.1712, cf. X.HG 1.1.16, Luc.VH 1.6, Herm.Vis.4.1.6, I.AI 9.225, λύχνος ἐκλάμπων LXX Si.26.17, γῆ ἐξέλαμπεν LXX Ez.43.2, ὥστε ... ὥσπερ ἐκ λίθων ἐκλάμπειν πῦρ cuando el león se frota las uñas, Arist.HA 516b11, cf. Par.Vat.8, τὰ Κύρου ὅπλα ὥσπερ κάτοπτρον ἐξέλαμπεν X.Cyr.7.1.2, cf. Ph.2.23
brillar, resplandecer de donde influir con su brillo c. περί y ac. τὸ δωδεκατημόριον σκορπίου πάλιν περὶ τὸν αὐτὸν τρόπον ἐξέλαμπεν anón. astrol. en PLond.130.95
fig., c. suj. abstr. resplandecer, ponerse de manifiesto ἐξέλαμπεν τὸ τῆς φύσεως δίκαιον Pl.Grg.484a, cf. Trag.Adesp.500, ἐξέλαμπεν ... δόξα Plb.31.23.2, χάριτες Ph.1.326, el alma a través del cuerpo, Gr.Nyss.Res.252.24, ἡ δὲ τοῦ πάθους διάγνωσις ... ἐξέλαμψε τῇ τέχνῃ Aen.Gaz.Ep.20
tb. c. gen. o prep. c. gen. del lugar de donde procede el brillo ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Pl.R.435a, ὀμμάτων ... ἐκλάμπει πόθος AP 16.182 (Leon.), ὁ γὰρ θεὸς λόγος ἐκ πατρὸς ἐκλάμψας Iust. en Pamph.Mon.Solut.6.176
tb. fig., de pers. distinguirse, sobresalir, destacar εἰς τὸ μέλλον ἐκλάμψων ἔτος con la intención de cubrirme de gloria el año próximo, Com.Adesp.1051, δι' εὐφυΐαν ἐκλάμψας Plu.Cic.2, πῶς ... οὐκ ἐκλάμπουσι τῶν ἄλλων; Lib.Or.62.37.
2 ref. al sonido oírse con claridad ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα se destacaba con claridad la frase «llamar al rey» Plb.15.31.1.
3 medic., ref. la fiebre arder τούτοισιν ... ὁ πυρετὸς ἐκλάμπει Hp.VM 16, cf. Epid.1.25.
II tr.
1 hacer brillar ἐν ᾗ πυρωπὸν ἥλιος ἐκλάμψας φλόγα A.Fr.300, 4, ἐκλάμψουσι θυμάτων σέλας Lyc.1091, λέγεται ... τὴν ἑστίαν ... ἐκλάμψαι πῦρ μέγα App.Syr.56, fig. κοιμηθεὶς δὲ αὐτὰς ἐξέλαμψε al ponerse (el sol, e.e., la inteligencia) las hace brillar (a las sensaciones), Ph.1.72.
2 alumbrar, fig. poner de manifiesto c. ac. abstr. αὐθάδης δὲ τρόπος ... ἐξέλαμψεν ἄταν Lobo SHell.525.4, θεὸς ἑαυτὸν ἐξέλαμψε Iambl.Myst.8.2.

German (Pape)

[Seite 766] hervorleuchten, -strahlen; Aesch. Prom. 1085; ἐξέλαμψε τὸ τῆς φύσεως δίκαιον Plat. Gorg. 484 a; τὰ Κύρου ὅπλα ὥσπερ κάτοπτρον ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 2; ἔσβεσεν ἐκλάμψας ἀστέρας ἠέλιος Hel. 35 (XII, 59); ἐκ λίθων πῦρ Arist. H. A. 3, 7; ὀμμάτων πόθος Leon. Tar. 41 (Plan. 182); übertr., ἐκ τῆς κραυγῆς μάλιστα ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Pol. 15, 31, 1; δι' εὐφυΐαν ἐκλάμψας Plut. Cic. 2; δόξα, Pol. oft, wie a. Sp. – Trans., leuchten lassen, anzünden, σέλας Eur. frg., wie Lycophr. 1091; πῦρ App. Syr. 56.

French (Bailly abrégé)

I. intr. 1 sortir en brillant de;
2 p. ext. briller tout à coup, éclater ; fig. devenir éclatant, briller;
II. tr. faire briller, allumer.
Étymologie: ἐκ, λάμπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλάμπω:
1 испускать свет, сиять, блистать, сверкать (ἕλικες ἐκλάμπουσι στεροπῆς Aesch.; τοῦ ἡλίου ἐκλάμψαντος Xen.; ἐκλάμπει πῦρ ἐκ λίθων Arst.; τὸ φῶς ἐξέλαμψε Plut.): ἐνταῦθα ἐξέλαμψε τὸ δίκαιον Plat. тогда-то и воссияет (досл. воссияла) справедливость; πολλὴ ἐπὶ τῷ λόγῳ περὶ τὰς συνηγορίας αὐτοῦ χάρις ἐξέλαμπε Plut. он блистал своим судебным красноречием;
2 ясно выделяться (ἐκ τῆς κραυγῆς ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλάμπω: ἐκπέμπω λάμψιν, ἀκτινοβολῶ, Ἡρόδ. 6. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 1083, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 2, κτλ.· ἐπὶ ἀστραπῆς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304: - μεταφ., δίκας δ’ ἐξέλαμψεν ὅσιον φάος Σοφ. Ἀποσπ. 11, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 435Α, κτλ.: βιβαίως, μετὰ σφοδρότητος ἐμφανίζομαι, ἐπὶ πυρετοῦ, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· - ἐπὶ ἤχου, λαμπρῶς, καθαρῶς ἀκούομαι, ἐκ τῆς κραυγῆς ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Πολύβ. 15. 31, 1. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀστράπτω, λάμπω, σέλας Εὐρ.· Ἀποσπ. 332, πρβλ. Βίαντα ἐν Bgk. Λυρ. σ. 757· ἀνάπτω, πῦρ Ἀππ. Συρ. 56, πρβλ. Λυκόφρ. 1091.

English (Strong)

from ἐκ and λάμπω; to be resplendent: shine forth.

Greek Monolingual

(AM ἐκλάμπω)
ακτινοβολώ, αστράφτω
αρχ.
1. (για ήχο) ακούγομαι καθαρά
2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω
3. αστρολ. διαυγάζω.

Greek Monotonic

ἐκλάμπω: μέλ. -ψω, εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ψω
to shine or beam forth, Hdt., Aesch., etc.

Chinese

原文音譯:™kl£mpw 誒克-藍坡
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-發光
字義溯源:發亮,發光,發出光來,照耀;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἐπιλάμπω / λάμπω)*=放光)組成
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 要發出光來(1) 太13:43