θεόσεπτος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu'il faut honorer comme un dieu;<br /><b>2</b> [[qui honore la divinité]].<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[σέβω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:20, 11 December 2022
English (LSJ)
ον, A feared as divine, βροντή Ar.Nu.292; holy, Orac. ap. Jul.Ep.89b. II Act.,= θεοσεβής, Man.4.427.
German (Pape)
[Seite 1198] wie ein Gott zu verehren, Ar. Nubb. 292; – Gott verehrend, Man. 4, 427.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu'il faut honorer comme un dieu;
2 qui honore la divinité.
Étymologie: θεός, σέβω.
Russian (Dvoretsky)
θεόσεπτος: внушающий благоговейный страх, т. е. божественный (βροντή Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
θεόσεπτος: -ον, ὃν σέβεται, τιμᾷ τις ὡς θεόν, ὡς θεῖον, βροντὴ Ἀριστοφ. Νεφ. 292. ΙΙ. ἐνεργ.= θεοσεβής, Μανέθων 4. 427.
Greek Monolingual
θεόσεπτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό
2. άγιος, όσιος
3. ευσεβής, θεοσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάν-σεπτος, περί-σεπτος].
Greek Monotonic
θεόσεπτος: -ον, αυτός που απολαμβάνει σεβασμό σαν θεός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
θεό-σεπτος, ον
feared as divine, Ar.