κατασεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=s'élancer en arrière, refluer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σεύω]].
|btext=[[s'élancer en arrière]], [[refluer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σεύω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:19, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασεύομαι Medium diacritics: κατασεύομαι Low diacritics: κατασεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kataseúomai Transliteration B: kataseuomai Transliteration C: kataseyomai Beta Code: kataseu/omai

English (LSJ)

Pass., A rush down along, c. acc., κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα Il.21.382: abs., rush down, κατεσσύμενος Q.S.4.270. 2 rush against, κατεσσεύεσθε λεόντων Nonn.D.5.353.

German (Pape)

[Seite 1377] (s. σεύω), herab-, zurückstürzen, eilen; κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα, floß wieder hinab in das Flußbett, Il. 21, 382; κατεσσύμενόν περ ἱδρῶτα Qu. Sm. 4, 270; Nonn. D. 34, 155.

French (Bailly abrégé)

s'élancer en arrière, refluer.
Étymologie: κατά, σεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σεύομαι langs... naar beneden snellen, met acc.: ἄψορρον δ’ ἄρα κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα de golf stroomde weer omlaag door de fraaie bedding Il. 21.382.

Russian (Dvoretsky)

κατασεύομαι: откатиться назад, отхлынуть (κῦμα κατέσσυτο Hom.).

English (Autenrieth)

only aor. 2, κατέσσυτο, rushed down, Il. 21.382†.

Greek Monolingual

κατασεύομαι (Α)
1. φέρομαι ή ορμώ προς τα κάτω («κῡμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.)
2. ορμώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σεύομαι «ορμώ»].

Greek Monotonic

κατασεύομαι: Παθ., ορμώ προς τα πίσω, με αιτ. κῦμα κατέσσυτο (Επικ. αορ. βʹ) ῥέεθρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασεύομαι: φέρομαι ἢ ὁρμῶ ὀπίσω εἰς…, μετ’ αἰτιατ., κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα, κατὰ καλὰ ῥ., ἐπανῆλθεν ὀπίσω εἰς τὴν κοίτην του μὲ ὁρμήν, Ἰλ. Φ. 382· ἀπόλ., ὁρμῶ πρὸς τὰ κὰτω, μεθ’ ὁρμῆς καταπίπτω, κατεσσύμενος ἱδρὼς Κόϊντ. Σμ. 4. 270. 2) ὁρμῶ ἐναντίον τινός, κατεσσεύεσθε λεόντων Νόνν. Δ. 5. 353.

Middle Liddell


Pass., to rush back into, c. acc., κῦμα κατέσσυτο (epic aor2) ῥέεθρα Il.