ἐναποσημαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=montrer dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀποσημαίνω]].
|btext=[[montrer dans]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀποσημαίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποσημαίνω Medium diacritics: ἐναποσημαίνω Low diacritics: εναποσημαίνω Capitals: ΕΝΑΠΟΣΗΜΑΙΝΩ
Transliteration A: enaposēmaínō Transliteration B: enaposēmainō Transliteration C: enaposimaino Beta Code: e)naposhmai/nw

English (LSJ)

indicate or point out in, ἱστορίᾳ Plu.Cim.2:—Med., impress or stamp on a thing, σεισμοὶ τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr. Im.2.17, cf. Ph.1.291.

Spanish (DGE)

I notificar, dar parte de πονηρεύματα ... οὐ δεῖ ... ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Plu.Cim.2, en v. pas. τὰ ἐναποσημεν[όμεν] α ἁλιευτικὰ πλοῖα Stud.Pal.22.183.36 (II d.C.).
II en v. med.
1 indicar, marcar σεισμοὶ ... τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασι Philostr.Im.2.17.4.
2 precisar ὥσπερ ἐναποσημαινόμενος de un texto bíblico, Ph.1.291.

German (Pape)

[Seite 828] darin andeuten, τῇ ἱστορίᾳ Plut. Cim. 2. – Med., darin wie ein Siegel abdrücken, Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

montrer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποσημαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποσημαίνω: (в чем-л. или чем-л.) отмечать, показывать воочию (τῇ ἱστορίᾳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποσημαίνω: ἀποσημαίνω ἐν, δεικνύω ἔν τινι, ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ Πλουτ. Κίμ. 2: ‒ Μέσ., καθάπερ ἡλιακῆς ἀλέας ἐναποσημαίνεταί τι Κλήμ. Ἀλ. 792, Φιλόστρ. 836.

Greek Monolingual

ἐναποσημαίνω (Α)
1. δείχνω με κάτι ή σε κάτι, σημειώνω, αναφέρω
2. μέσ. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, εντυπώνω, εγχαράσσω, εγγράφω, σταμπάρω
3. (με παθ. σημασία, αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι.

Greek Monotonic

ἐναποσημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, υποδεικνύω, δείχνω, φανερώνω μέσα σε, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to indicate or point out in, Plut.