Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιθαριστής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur de cithare.<br />'''Étymologie:''' [[κιθαρίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[joueur de cithare]].<br />'''Étymologie:''' [[κιθαρίζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθᾰρῐστής Medium diacritics: κιθαριστής Low diacritics: κιθαριστής Capitals: ΚΙΘΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kitharistḗs Transliteration B: kitharistēs Transliteration C: kitharistis Beta Code: kiqaristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A player on the cithara, citharist, h.Hom.25.3, Hes.Th.95, Ar.Eq.992 (lyr.), Nu.964, Arist.Po. 1455a3, OGI51.43, etc. II κιθαριστής λίθος stone at Megara which rang on being struck, APl.4.279 tit.

German (Pape)

[Seite 1437] ὁ, der Citherspieler; H. h. 24, 3; Hes. Th. 95; Plat. Prot. 312 d u. öfter, wie bei den Folgdn, die es von κιθαρῳδός so unterscheiden, daß dieser auch zur Cither singt, der κιθαριστής aber bloß spielt, ψιλοὶ κιθαρισταί, Ath. XIV, 638 a. Andere erklärten es = λυρῳδός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur de cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθαριστής -οῦ, ὁ [κιθαρίζω] citerspeler.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰριστής: οῦ ὁ кифарист HH, Hes., Plat. etc.

Greek Monolingual

και κιθαρίστας, ὁ, θηλ. κιθαρίστρια (ΑΜ κιθαριστής, -οῦ, θηλ. κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) κιθαρίζω
αυτός που παίζει κιθάρα (α. «ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί», Ησίοδ.
β. «αὐλητρίδων, ψαλτριῶν, κιθαριστριῶν», Πολυδ.)
αρχ.
φρ. «κιθαριστὴς λίθος» — λίθος που βρισκόταν στα Μέγαρα και που ηχούσε, όταν τον έπληττε κάποιος (Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

κῐθᾰριστής: -οῦ, ὁ (κιθαρίζω), οργανοπαίκτης κιθάρας, σε Ησίοδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰριστής: -οῦ, ὁ, (κιθαρίζω), ὁ κρούων τὴν κιθάραν, Ὁμ. Ὕμν. 24. 3, Ἡσ. Θ. 95, Ἀριστοφ. Ἱππ. 992, Νεφ. 964, Πλάτ. κτλ. ― Κυρίως ὁ κιθαριστὴς ἔπαιζε μόνον, ἐνῷ ὁ κιθαρῳδὸς συνώδευε τὸ μέλος διὰ τοῦ ᾄσματός του· ἀλλὰ ὁ πρῶτος ἐνίοτε καλεῖται ψιλοκιθαριστής.

Middle Liddell

κῐθᾰριστής, οῦ, κιθαρίζω
a player on the cithara, Hes., attic