καταπειθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />docile.<br />'''Étymologie:''' [[καταπείθω]].
|btext=ής, ές :<br />[[docile]].<br />'''Étymologie:''' [[καταπείθω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπειθής Medium diacritics: καταπειθής Low diacritics: καταπειθής Capitals: ΚΑΤΑΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: katapeithḗs Transliteration B: katapeithēs Transliteration C: katapeithis Beta Code: katapeiqh/s

English (LSJ)

ές, obedient, τινι Ph.2.118, J.AJ2.4.2, al., Plu.2.5c.

German (Pape)

[Seite 1368] ές, gehorsam, Plut. ed. lib. 7 Philo u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
docile.
Étymologie: καταπείθω.

Russian (Dvoretsky)

καταπειθής: послушный, покорный (τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπειθής: -ές, εὐπειθής, ὑπήκοος, πειθήνιος, τινὶ Φίλων 2. 118, Πλούτ. 2. 5C· καταπειθῆ τοῦ λαβεῖν Βυζ.

Greek Monolingual

καταπειθής, -ες (Α)
ευπειθής, πειθήνιος, υπάκουος, πρόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πειθής (< πείθομαι), πρβλ. επιπειθής, ευπειθής].