σπονδεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase pour les libations.<br />'''Étymologie:''' [[σπονδεῖος]].
|btext=ου (τό) :<br />[[vase pour les libations]].<br />'''Étymologie:''' [[σπονδεῖος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 14:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδεῖον Medium diacritics: σπονδεῖον Low diacritics: σπονδείον Capitals: ΣΠΟΝΔΕΙΟΝ
Transliteration A: spondeîon Transliteration B: spondeion Transliteration C: spondeion Beta Code: spondei=on

English (LSJ)

(sc. σκύφος), τό,
A cup from which the σπονδή was poured, Clitarch. ap. Ath.11.486a, LXX Nu.4.7, al., PCornell 33.9 (iii B.C.), Ph.2.157; Ion. σπονδήϊον IG12(5).123b (Paros).
2 bowl for offerings, Sammelb.5252.20 (i A.D.), BGU590.9 (ii A.D.).
3 a pouring cup used by doctors, Plu.2.377e.
II part of the νόμος Πυθικός, Demetr.Lac.Herc.1014.53 (written σπονδῆον).

German (Pape)

[Seite 923] τό, auch σπονδίον, Gefäß, Schale zur Libation, um ein Trankopfer darzubringen, Sp., wie Ath. 486 b; Neutr. von

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour les libations.
Étymologie: σπονδεῖος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπονδεῖον -ου, τό [σπονδή] beker of schaal om uit te plengen.

Russian (Dvoretsky)

σπονδεῖον: τό спондей, чаша для возлияний Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σπονδεῖον: (ἐξυπακ. σκύφος),τό, ποτήριον ἐξ οὗ ἐχύνετο ἡ σπονδή, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθήν. 486Β, Φίλων 2.157, Πλούτ. 2.377Ε, Ἡσύχ., κτλ.· Ἰωνικ. σπονδήιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2384g (προσθῆκ.).

Spanish

copa para hacer libaciones

Greek Monolingual

και σπονδῆον και σπονδήϊον και σπενδεῖον, τὸ, Α
1. σκύφος, αγγείο, χρυσή φιάλη που έφεραν οι σπονδοφόροι όταν ανήγγελλαν τη σπονδή
2. κουτί με άνοιγμα στο επάνω μέρος για τη συγκέντρωση χρηματικών προσφορών
3. περικοπή του «πυθικού νόμου».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. σπονδεῖος].

Léxico de magia

τό copa para hacer libaciones ταῦτα εἰπόντος ἐλεύσεται ὁ θεὸς Ἀπόλλων, σπονδεῖον ἔχων al decir esto, vendrá el dios Apolo con una copa de libaciones P VII 735 ἐὰν αἰτήσῃς, δώσει σοι ἀπὸ τοῦ σπονδείου πεῖν si se lo pides, te dará a beber de la copa P VII 737