ἐξώκοιτος: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /> | |btext=ου (ὁ) :<br />[[poisson de mer qui vient dormir à terre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔξω]], [[κοίτη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, sleeping out, Hsch.:—as substantive, ἐξώκοιτος, ὁ, exocoetus, a fish which comes upon the beach to sleep, = ἄδωνις, Clearch.73, Thphr.Fr. 171.1, Ael.NA9.36, Opp.H.1.158.
German (Pape)
[Seite 890] draußen schlafend, liegend, Hesych. – ὁ ἐξ., ein Seefisch, der, um zu schlafen, ans Land geht, Ael. H. A. 9, 36; = ἄδωνις, Clearch. Ath. VIII, 332 e; Opp. H. 1, 158.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
poisson de mer qui vient dormir à terre.
Étymologie: ἔξω, κοίτη.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώκοιτος: «ὁ ἔξω κοιταζόμενος» Ἡσύχ.· - ὡς οὐσιαστ. ἐξώκοιτος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, περὶ οὗ λέγεται ὅτι ἐξέρχεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ξηράν, θαυμαστότατον δέ, εἴπερ ἀληθές, τὸ τοῦ ἐξωκοίτου καλουμένου· τοῦτον γάρ φασιν ὁσημέραι ποιεῖσθαι τὴν κοίτην ἐν τῇ γῇ Θεόφρ. π. Ἰχθύων (Ἀποσπ. 171. 1.), Αἰλ. π. Ζ. 9. 36, Ὀππ. Ἁλ. 1. 158. ὁ ἰχθὺς οὗτος ὀνομάζεται καὶ ἄδωνις. - Ἴδε γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 309.
Greek Monolingual
ο (AM ἐξώκοιτος)
ονομασία ψαριών που κάνουν άλματα έξω από τη θάλασσα (όπως το χελιδονόψαρο και το καπόνι)
μσν.- νεοελλ.
(για μοναχό) αυτός που διανυκτερεύει έξω από τη μονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + κοίτ-η (< κείμαι) με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας].