φοιταλέος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />qui fait courir çà et là, qui rend furieux.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />[[qui fait courir çà et là]], [[qui rend furieux]].<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτᾰλέος Medium diacritics: φοιταλέος Low diacritics: φοιταλέος Capitals: ΦΟΙΤΑΛΕΟΣ
Transliteration A: phoitaléos Transliteration B: phoitaleos Transliteration C: foitaleos Beta Code: foitale/os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Or.327 (lyr.):—A roaming wildly about, Mosch.2.46, Opp.H.1.45; φοιταλέαι distraught, AP9.603 (Antip.) II Act., maddening, κέντρα A.Pr.598 (lyr.); λύσσα E. l.c.; μάστιξ Opp.H. 2.513.—Poet. word.

German (Pape)

[Seite 1297] auch zweier Endgn, herumirrend, herumschweifend, bes. im Wahnsinn, Eur. Hipp. 143; dah. übh. wahnsinnig, λύσσα Or. 327, u. sp. D., Nonn. D. 9, 49; φοιταλέοι Antp. Sid. 70 (IX, 603); vgl. Schol. Ap. Rh. 4, 55. – Auch akt., herumirren machend, in die Irre herumtreibend, χρίουσα κέντροις φοιταλέοισιν Aesch. Prom. 603, μάστιξ Opp. Hal. 2, 513.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
qui fait courir çà et là, qui rend furieux.
Étymologie: φοιτάω.

Russian (Dvoretsky)

φοιτᾰλέος: и
1 блуждающий в безумии, мечущийся в неистовстве (Διωνύσοιο θεραπνίδες Anth.);
2 заставляющий блуждать, гоняющий с места на место (κέντρα Aesch.; λύσσα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

φοιτᾰλέος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ὀρ. 326· ― ὁ ἀγρίως περιπλανώμενος τῇδε κἀκεῖσε, ὁ μανιωδῶς πορευόμενος, Μόσχ. 2. 46, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 45· φοιταλέαι, μανιώδεις, Ἀνθ. Π. 9. 603· ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων, προξενῶν μανίαν, κέντροισι φοιταλέοις Αἰσχύλ. Πρ. 599· λύσσα Εὐρ. Ὀρ. 326· μάστιξ Ὀππ. Ἀλ. 2. 513. ― Ποιητ. λέξις.

Greek Monolingual

-έα, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί με μανία
2. (κατ' επέκτ.) μανιώδης, παράφρων
3. (για άνεμο) πολύ ορμητικός, σφοδρός
4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος, λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

φοιτᾰλέος: -α, -ον και -ος, -ον (φοιτάω
I. αυτός που περιπλανιέται στην ερημιά, σε Μόσχ.
II. Ενεργ., αυτός που προξενεί μανία, μανιώδης, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

φοιτᾰλέος, η, ον, φοιτάω
I. roaming wildly about, Mosch.
II. act. driving madly about, maddening, Aesch., Eur.