ὑπέρφατος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui est au-dessus de toute expression, inexprimable, admirable.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φημί]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui est au-dessus de toute expression]], [[inexprimable]], [[admirable]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φημί]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:42, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, (φατός, φημί) above speech, ineffable, νιφετοῦ σθένος Pi.Pae.9.15; ὑ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Id.O.9.65.
German (Pape)
[Seite 1203] über allen Ausdruck, unaussprechlich, σθένος Pind. frg. 74; ὑπέρφατον μορφᾷ καὶ ἔργοισι Ol. 9, 65, außerordentlich, oder überaus zu preisen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au-dessus de toute expression, inexprimable, admirable.
Étymologie: ὑπέρ, φημί.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρφᾰτος: невыразимый, необычайный (σθένος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρφᾰτος: -ον, (φατός, φημί), ὁ ἀνώτερος παντὸς λόγου, ἄφατος, ἀνεκλάλητος, νιφετοῦ σθένος Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ὑπ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 98.
English (Slater)
ὑπέρφᾰτος beyond telling, incredible ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (Pae. 9.15)
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
άφατος, ανέκφραστος («νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φατος (< φατός < φημί), πρβλ. ἔκ-φατος].
Greek Monotonic
ὑπέρφᾰτος: -ον (φατός, φημί), ο ανώτερος λόγων, ανέκφραστος, ανείπωτος, απερίγραπτος, σε Πίνδ.