ἐπίχειρα: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epicheira | |Transliteration C=epicheira | ||
|Beta Code=e)pi/xeira | |Beta Code=e)pi/xeira | ||
|Definition= | |Definition=τά, prop. [[wages of manual labour]]: hence, [[wages]], [[pay]],<br><span class="bld">1</span> of [[reward]], Ar.''V.''581, ''Trag.Adesp.''116, Theoc.''Ep.''18.8; ἀρετῆς ἐ. Pl. ''R.''608c; ironically in D.''Ep.''3.38, Plb.8.12.5, etc.: rarely in sg., Id.38.3.2.<br><span class="bld">2</span> more freq. of [[punishment]], τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης.. τἀπίχειρα γίγνεται A.''Pr.''321, cf. Antipho 1.20, Arr.''Epict.''3.24.24, Ph.1.512, etc.; τῆς προπετείας πικρὰ κομίζονται τἀ. Phld.''Ir.''p.32 W.; <b class="b3">ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα</b> the [[wages]] of the [[sword]], i.e. [[slaughter]] by it, S.''Ant.''820 (lyr.). (sometimes written [[ἐπιχείρια]] in codd., vulg. in Hp. ''Praec.''1.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:04, 25 March 2023
English (LSJ)
τά, prop. wages of manual labour: hence, wages, pay,
1 of reward, Ar.V.581, Trag.Adesp.116, Theoc.Ep.18.8; ἀρετῆς ἐ. Pl. R.608c; ironically in D.Ep.3.38, Plb.8.12.5, etc.: rarely in sg., Id.38.3.2.
2 more freq. of punishment, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης.. τἀπίχειρα γίγνεται A.Pr.321, cf. Antipho 1.20, Arr.Epict.3.24.24, Ph.1.512, etc.; τῆς προπετείας πικρὰ κομίζονται τἀ. Phld.Ir.p.32 W.; ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα the wages of the sword, i.e. slaughter by it, S.Ant.820 (lyr.). (sometimes written ἐπιχείρια in codd., vulg. in Hp. Praec.1.)
German (Pape)
[Seite 1003] nur im plur., Lohn, Belohnung, καὶ ἆθλα ἀρετῆς Plat. Rep. X, 608 c; vgl. Ar. Vesp. 581; Theocrit. ep. 16, 8; Babr. 5, 9. – Im schlimmen Sinne, Strafe, τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται, das ist der Lohn, Aesch. Prom. 319; οὔτε ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα, d. i. nicht durchs Schwert getödtet, Soph. Ant. 814; τὰ ἐπίχειρα ἔχει Antiph. 1, 20; τῆς ἀγνοίας κομίζεσθαι Pol. 4, 63, 1; τῆς ῥᾳθυμίας, λιχνείας, Luc. Tim. 4 de merc. cond. 24 u. Sp.
Greek Monotonic
ἐπίχειρον: τό (χείρ), μόνο στον πληθ., ἐπίχειρα, τά, μισθοί χειρωνακτικής εργασίας, μόχθου· γενικά, μισθοί, πληρωμή, τιμητική διάκριση, ανταμοιβή, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, με αρνητική σημασία, τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ., ανταπόδοση, έπαινος για αλαζονική ομιλία, σε Αισχύλ.· ξιφέων ἐπ., οι αμοιβές του ξίφους, δηλ. σφαγή από αυτό, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχειρα: «τὰ ὑπὲρ τὸν μισθὸν διδόμενα τοῖς χειροτέχναις» Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχειρα: τά
1 (выдаваемая на руки) плата, мзда, вознаграждение: ἐ. τινος Arph., Plat., Polyb. награда за что-л.;
2 расплата, возмездие, кара (τινος Aesch., Polyb., Luc.): ξιφέων ἐ. λαχεῖν Soph. пасть от меча.