οἶκόνδε: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
m (Text replacement - ", -δε." to ", -δε.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἶκόνδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] την [[πατρίδα]] ή [[προς]] το [[σπίτι]] (α. «οἱ μὲν [[κακκείοντες]] ἔβαν οἰκόνδε [[ἕκαστος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οἶκόνδε]] ἄγω» — [[οδηγώ]] τη [[νύφη]] στο [[σπίτι]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> στο [[δωμάτιο]] τών [[γυναικών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυχόν</i>-<i>δε</i>). Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>woikode</i> = <i>Foικονδε</i>].
|mltxt=[[οἶκόνδε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] την [[πατρίδα]] ή [[προς]] το [[σπίτι]] (α. «οἱ μὲν [[κακκείοντες]] ἔβαν οἰκόνδε [[ἕκαστος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οἶκόνδε]] ἄγω» — [[οδηγώ]] τη [[νύφη]] στο [[σπίτι]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> στο [[δωμάτιο]] τών [[γυναικών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> ([[πρβλ]]. [[μυχόνδε]]). Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>woikode</i> = <i>Foικονδε</i>].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic adv., = [[οἴκαδε]], Hom., Hes.]
|mdlsjtxt=[epic adv., = [[οἴκαδε]], Hom., Hes.]
}}
}}

Revision as of 08:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶκόνδε Medium diacritics: οἶκόνδε Low diacritics: οίκόνδε Capitals: ΟΙΚΟΝΔΕ
Transliteration A: oîkónde Transliteration B: oikonde Transliteration C: oikonde Beta Code: oi)=ko/nde

English (LSJ)

(better οἶκον δέ A.D.Adv.177.27), Ep. Adv., A = οἴκαδε, Il. 1.606, al., Hes.Op.554; οἶκόνδε ἄγειν = bring home, of a bride, Od.6.159, cf. 11.410. 2 to the women's chamber,1.360.

French (Bailly abrégé)

adv. avec mouv.
1 à la maison;
2 dans l'appartement des femmes;
3 dans le pays, dans la patrie.
Étymologie: οἶκος, -δε.

German (Pape)

οἴκαδε, nach Hause, in die Heimat, heimwärts; οἶκόνδε φεύξονται, Il. 2.158, öfter; οἶκόνδε καλέσσας, ins Haus, Od. 11.410; einzeln bei sp.D.

Russian (Dvoretsky)

οἶκόνδε: adv. Hom., Hes. = οἴκαδε.

Greek (Liddell-Scott)

οἶκόνδε: Ἐπικ. ἐπίρρ. = οἴκαδε, Ὅμ., κ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552· οἶκόνδε ἄγειν, ἄγειν εἰς τὸν οἶκον, ἐπὶ νύμφης, Ὀδ. Ζ. 159, πρβλ. Λ. 410.

English (Autenrieth)

home, homeward, into the house, to the women's apartment, Od. 1.360, Od. 21.354.

Greek Monolingual

οἶκόνδε (Α)
επίρρ.
1. προς την πατρίδα ή προς το σπίτι (α. «οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἰκόνδε ἕκαστος», Ομ. Ιλ.
β. «οἶκόνδε ἄγω» — οδηγώ τη νύφη στο σπίτι, Ομ. Οδ.)
2. στο δωμάτιο τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόνδε). Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή woikode = Foικονδε].

Middle Liddell

[epic adv., = οἴκαδε, Hom., Hes.]