οὐδαῖος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=οὐδαῖος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στη γη, [[γήινος]] («χάσματος οὐδαίοιο [[δυσήνεμος]] ἔρχεται [[ὀδμή]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[Περσεφόνη]]) αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο («οὐδαίαν θεόν», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖδας]] «[[έδαφος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=οὐδαῖος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στη γη, [[γήινος]] («χάσματος οὐδαίοιο [[δυσήνεμος]] ἔρχεται [[ὀδμή]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[Περσεφόνη]]) αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τη γη, αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο («οὐδαίαν θεόν», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖδας]] «[[έδαφος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[πηγαίος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδαῖος Medium diacritics: οὐδαῖος Low diacritics: ουδαίος Capitals: ΟΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: oudaîos Transliteration B: oudaios Transliteration C: oudaios Beta Code: ou)dai=os

English (LSJ)

α, ον, and ος, ον, A on the ground, Orph.A.394, etc. II like χθόνιος, under the earth, infernal, of Persephone, Lyc.49,698; of Zeus, AP14.123 (Metrod.), D.P.789.

German (Pape)

[Seite 408] auf dem Erdboden, χαμεύνη, Orph. Arg. 396; irdisch, Nonn.; auch unterirdisch, Κρονίδης, = Hades, Dion. Per. 789; κόρα, Lycophr. 698.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est sur terre, terrestre;
2 qui habite sous terre, souterrain;
3 qui sort de terre (source).
Étymologie: οὖδας.

Russian (Dvoretsky)

οὐδαῖος: Anth. = χθόνιος.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ χθόνιος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος. Ὀρφ. Ἀργ. 396, κτλ. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν, ὑπόγειος, ὡς τὸ καταχθόνιος, ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Λυκόφρ. 49, 698· ἐπὶ τοῦ Πλούτωνος, Ἀνθ. Π. 14. 123, Διον. Π. 789.

Greek Monolingual

οὐδαῖος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, γήινος («χάσματος οὐδαίοιο δυσήνεμος ἔρχεται ὀδμή», Νόνν.)
2. (για την Περσεφόνη) αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο («οὐδαίαν θεόν», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖδας «έδαφος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαίος)].

Greek Monotonic

οὐδαῖος: -α, -ον (οὖδας), γήινος, χθόνιος, λέγεται για τον Πλούτωνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

οὐδαῖος, η, ον οὖδας
infernal, of Pluto, Anth.