νεφριαίος: Difference between revisions
From LSJ
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον [[λίπος]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον [[λίπος]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μετωπιαίος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 10 May 2023
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νεφριαῖος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῖον λίπος», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπιαίος].