πολυνεικής: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, και ως κύριο όν. Πολυνείκης, ό Α<br /><b>1.</b> ο πολύ [[εριστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολυνείκης</i><br />[[γιος]] του Οιδίποδος και της Ιοκάστης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεικής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νεῖκος]], <i>τὸ</i> «[[έριδα]], [[φιλονικία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αμφι</i>-<i>νεικής</i>].
|mltxt=-ές, και ως κύριο όν. Πολυνείκης, ό Α<br /><b>1.</b> ο πολύ [[εριστικός]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολυνείκης</i><br />[[γιος]] του Οιδίποδος και της Ιοκάστης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεικής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νεῖκος]], <i>τὸ</i> «[[έριδα]], [[φιλονικία]]»), [[πρβλ]]. [[αμφινεικής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:15, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνεικής Medium diacritics: πολυνεικής Low diacritics: πολυνεικής Capitals: ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Transliteration A: polyneikḗs Transliteration B: polyneikēs Transliteration C: polyneikis Beta Code: poluneikh/s

English (LSJ)

ές, much-wrangling, Id.Th.830 (anap.): freq. as pr. n. Πολυνείκης, ὁ, on which the Trag. are fond of playing, ib.578,658, al.

German (Pape)

[Seite 667] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime les querelles.
Étymologie: πολύς, νεῖκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυνεικής -ές [πολύς, νεῖκος] twistziek.

Russian (Dvoretsky)

πολυνεικής: любящий ссоры, воинственный (πολέμαρχοι Aesch.).

Greek Monolingual

-ές, και ως κύριο όν. Πολυνείκης, ό Α
1. ο πολύ εριστικός
2. ως κύριο όν. Πολυνείκης
γιος του Οιδίποδος και της Ιοκάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νεικής (< νεῖκος, τὸ «έριδα, φιλονικία»), πρβλ. αμφινεικής].

Greek Monotonic

πολῠνεικής: -ές (νεῖκος), αυτός που είναι πολύ εριστικός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνεικής: -ές, ὁ πολὺ ἐριστικός, φιλόνεικος, φίλερις, Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― συχν. ὡς κύριον ὄνομα, Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, αὐτόθι 658 κ. ἀλλ.

Middle Liddell

πολῠ-νεικής, ές νεῖκος
much-wrangling, Aesch.

Translations