ταχύρροθος: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που τρέχει με πολλή [[ορμή]] («ταχυρρόθους λόγους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥόθος]] «[[θόρυβος]]»), | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που τρέχει με πολλή [[ορμή]] («ταχυρρόθους λόγους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥόθος]] «[[θόρυβος]]»), [[πρβλ]]. [[πολύρροθος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:43, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, swift-rushing, λόγοι A.Th.286.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'élance vivement, impétueux.
Étymologie: ταχύς, ῥόθος.
German (Pape)
schnell oder eilig gehend, λόγοι, Aesch. Spt. 267.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύρροθος: быстро налетающий, быстрый, стремительный (λόγοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύρροθος: -ον, ὁ τρέχων μετὰ πολλῆς ὁρμῆς, ταχύς, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύρροθος].
Greek Monotonic
τᾰχύρροθος: -ον, αυτός που τρέχει με μεγάλη ορμή, ταχύς, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τᾰχύρ-ροθος, ον,
swift-rushing, Aesch.