σύγκρατος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> [[στενά]] συνδεδεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατού [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]», <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>κρατος</i>].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο, Ν [[συγκρατώ]]<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε [[δεμάτι]] («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες [[δίχως]] πόνο»).<br /><b>(III)</b><br />-η, -ο, Ν<br />(<b>ιδιωμ. τ.</b>) αναμεμιγμένος με [[κρέας]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> [[στενά]] συνδεδεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατού [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]», <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>), [[πρβλ]]. [[εὔκρατος]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο, Ν [[συγκρατώ]]<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε [[δεμάτι]] («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες [[δίχως]] πόνο»).<br /><b>(III)</b><br />-η, -ο, Ν<br />(<b>ιδιωμ. τ.</b>) αναμεμιγμένος με [[κρέας]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:48, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρᾱτος Medium diacritics: σύγκρατος Low diacritics: σύγκρατος Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: sýnkratos Transliteration B: synkratos Transliteration C: sygkratos Beta Code: su/gkratos

English (LSJ)

ον, mixed together, Luc.Am.12, Hld.3.15; closely united, σ. ζεῦγος E.Andr.495 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 969] zusammengemischt, Luc. am. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mélangé, uni;
2 fig. fortement uni.
Étymologie: συγκεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκρᾱτος -ον [συγκεράννυμι] gemengd; overdr.. τόδε σύγκρατον ζεῦγος dat nauwverbonden paar Eur. Andr. 495.

Russian (Dvoretsky)

σύγκρᾱτος: [adj. verb. к συγκεράννυμι
1 смешанный Luc.;
2 крепко соединенный, тесно связанный (ζεῦγος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρᾱτος: -ον, συμμεμιγμένος, ἀνάμικτος, Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. ζεῦγος Εὐρ. Ἀνδρ. 494.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' -κρά-θην), πρβλ. εὔκρατος].
(II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).
(III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.

Greek Monotonic

σύγκρᾱτος: -ον (κεράννυμι), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον άλλο, ανάμεικτος, ανακατωμένος, αυτός που είναι στενά συνδεδεμένος με, σε Ευρ.

Middle Liddell

σύγ-κρᾱτος, ον, κεράννυμι
mixed together, closely united, Eur.