φιλοπαίγμων: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΝΑ, και αττ. τ. [[φιλοπαίσμων]], -ον, Α<br />(στην νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) αυτός που του αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («[[φιλοπαίγμων]] [[Διόνυσος]]», Ανακρέοντ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παίγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παῖγμα]] «[[παιχνίδι]]» <span style="color: red;"><</span> [[παίζω]]), | |mltxt=-ον, ΝΑ, και αττ. τ. [[φιλοπαίσμων]], -ον, Α<br />(στην νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) αυτός που του αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («[[φιλοπαίγμων]] [[Διόνυσος]]», Ανακρέοντ.)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παίγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παῖγμα]] «[[παιχνίδι]]» <span style="color: red;"><</span> [[παίζω]]), [[πρβλ]]. [[χοροπαίγμων]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:10, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (παίζω) fond of play, sportive, ὀρχηθμός Od.23.134; ὀρχηστῆρες Hes.Fr.198, cf. Ar.Ra.333 (lyr.), Them.Or.24.301c, Lib.Decl.30.68: of the lion, πρὸς τὰ σύντροφα καὶ συνήθη σφόδρα φ. Arist.HA629b11: epithet of Pan, BCH50.240 (Thasos, iii/ii B. C.). The more Att. form φιλοπαίσμων occurs in Pl.R.452e, Cra.406c; cf. Poll.5.161. Adv. φιλοπαιγμόνως ibid.
German (Pape)
[Seite 1283] ονος, wie φιλοπαίσμων, Spiel, Scherz liebend; ὀρχηθμός Od. 23, 134; Hes. frg. 13, 3; Ar. Ran. 333; Διόνυσος Anacr. 40, 2; oft in der Anth.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
c. φιλοπαίσμων.
Étymologie: φίλος, παίζω.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπαίγμων: 2, gen. ονος παίζω игривый, резвый, шаловливый (ὀρχηθμός Hom.; ὀρχηστῆρες Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπαίγμων: -ον, (παίζω) ὁ ἀγαπῶν νὰ παίζῃ, «παιγνιδιάρης», «παιγνιδιάρικος», αὐτὰρ θεῖος ἀοιδὸς… ἡμῖν ἡγείσθω φιλοπαίγμονος ὀρχηθμοῖο Ὀδ. Ψ. 134· ὀρχηστῆρες Ἡσ. Ἀποσπ. 13. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 333· ἐπὶ τοῦ λέοντος, πρὸς τὰ σύντροφα καὶ συνήθη σφόδρα φ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2. ― Ὁ Ἀττικώτερος τύπος φιλοπαίσμων (ἀλλὰ μετὰ διαφόρου γραφῆς -παίγμων) ἀπαντᾷ ἐν Πλάτ. Πολ. 452Ε, Κρατ. 406C· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 241. ― Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Εϳ, 161. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 155.
English (Autenrieth)
ονος (παίζω): fond of play, merry, Od. 23.134†.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, -ον, Α
(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που του αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει
αρχ.
αυτός που του αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παίγμων (< παῖγμα «παιχνίδι» < παίζω), πρβλ. χοροπαίγμων].
Greek Monotonic
φῐλοπαίγμων: -ον (παίζω), αυτός που αγαπάει το παιχνίδι, παιχνιδιάρης, ευτράπελος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
φῐλο-παίγμων, ον, παίζω
fond of play, playful, sportive, Od., Ar.
Mantoulidis Etymological
(=παιχνιδιάρης, ἀστεῖος). Ἀπό τό φίλος + παῖγμα τοῦ παίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη φίλος.