πεντετάλαντος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρφ. [[πεντατάλαντος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει [[αξία]] [[πέντε]] ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε [[πέντε]] τάλαντα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[βάρος]] ίσο με [[πέντε]] τάλαντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πεντετάλαντος]] [[δίκη]]» — [[δίκη]] που διεξάγεται με σκοπό την [[ανάκτηση]] ή την [[είσπραξη]] οφειλόμενου ποσού [[πέντε]] ταλάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- / <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] ( | |mltxt=και δ. γρφ. [[πεντατάλαντος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει [[αξία]] [[πέντε]] ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε [[πέντε]] τάλαντα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[βάρος]] ίσο με [[πέντε]] τάλαντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πεντετάλαντος]] [[δίκη]]» — [[δίκη]] που διεξάγεται με σκοπό την [[ανάκτηση]] ή την [[είσπραξη]] οφειλόμενου ποσού [[πέντε]] ταλάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- / <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] ([[πρβλ]]. [[δεκατάλαντος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:55, 11 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A worth or consisting of five talents, οὐσία D.27.62, etc.; π. δίκη an action for the recovery of five talents, Ar.Nu. 759,774. II weighing five talents, βάρος Simp. in Ph. 1104.10 (v.l. πεντατ-).
German (Pape)
[Seite 558] = πεντατάλαντος; δίκη, Ar. Nubb. 748. 764; οὐσία, Is. 7, 19; Dem. 27, 62, fünf Talente werth.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de cinq talents.
Étymologie: πέντε, τάλαντον.
Russian (Dvoretsky)
πεντετάλαντος:
1 оцениваемый в пять талантов (οὐσία Dem.);
2 касающийся пяти талантов (δίκη Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
πεντετάλαντος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν πέντε ταλάντων ἢ συνιστάμενος ἐκ πέντε ταλάντων, οὐσία, χρήματα, Δημ. 329. 16. 833. 7, κτλ.· π. δίκη, δίκη πρὸς ἀνάκτησιν ἢ εἴσπραξιν ὀφειλομένων 5 ταλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 758, 774.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πεντατάλαντος, -ον, Α
αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα
2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα
3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» — δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη οφειλόμενου ποσού πέντε ταλάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- / πεντα- + τάλαντον (πρβλ. δεκατάλαντος)].
Greek Monotonic
πεντετάλαντος: [ᾰ], -ον (τάλαντον), αυτός που έχει αξία ή αποτελείται από πέντε τάλαντα, σε Δημ.· πεντετάλαντος δίκη, δίκη για την επιστροφή πέντε ταλάντων, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πεντε-τᾰ́λαντος, ον, τάλαντον
worth or consisting of five talents, Dem.; π. δίκη an action for the recovery of five talents, Ar.