σήμαντρο: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σήμαντρον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο ή μεταλλικό [[αντικείμενο]], [[συνήθως]] [[δοκάρι]] ή [[έλασμα]], αναρτημένο με [[αλυσίδα]], το οποίο οι μοναχοί χτυπούν ρυθμικά με ειδικό [[πλήκτρο]] στα μοναστήρια, σε καθορισμένο χρόνο, όπως προβλέπει το [[τυπικό]] («σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα [[μοναστήρι]] / με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]], όργανο σφραγίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />κρουστό μουσικό όργανο, [[τρίγωνο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σφραγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στέγασ</i>-<i>τρον</i>)].
|mltxt=το / [[σήμαντρον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο ή μεταλλικό [[αντικείμενο]], [[συνήθως]] [[δοκάρι]] ή [[έλασμα]], αναρτημένο με [[αλυσίδα]], το οποίο οι μοναχοί χτυπούν ρυθμικά με ειδικό [[πλήκτρο]] στα μοναστήρια, σε καθορισμένο χρόνο, όπως προβλέπει το [[τυπικό]] («σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα [[μοναστήρι]] / με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]], όργανο σφραγίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />κρουστό μουσικό όργανο, [[τρίγωνο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σφραγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[στέγαστρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 11 May 2023

Greek Monolingual

το / σήμαντρον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
1. ξύλινο ή μεταλλικό αντικείμενο, συνήθως δοκάρι ή έλασμα, αναρτημένο με αλυσίδα, το οποίο οι μοναχοί χτυπούν ρυθμικά με ειδικό πλήκτρο στα μοναστήρια, σε καθορισμένο χρόνο, όπως προβλέπει το τυπικό («σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι / με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες», δημ. τραγούδι)
2. σφραγίδα, όργανο σφραγίσματος
νεοελλ.
κρουστό μουσικό όργανο, τρίγωνο
μσν.-αρχ.
σφραγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τρον (πρβλ. στέγαστρον)].