συνοικητήρ: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (pape replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />[[συγκάτοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συνοικῶ</i> «[[συγκατοικώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ( | |mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />[[συγκάτοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συνοικῶ</i> «[[συγκατοικώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. [[κινητήρ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ῆρος, ὁ, = [[συνοικητής]], Simond. <i>mul</i>. 102. | |ptext=ῆρος, ὁ, = [[συνοικητής]], Simond. <i>mul</i>. 102. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 11 May 2023
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, house-fellow, λιμός, ἐχθρὸς σ. Semon.7.102.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικητήρ: ῆρος, ὁ, σύνοικος, συγκάτοικος, Λατιν. contubernalis, λιμός, ἐχθρὸς σ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 102· ― οὕτω συνοικήτωρ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 833.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τηρ (πρβλ. κινητήρ)].
German (Pape)
ῆρος, ὁ, = συνοικητής, Simond. mul. 102.