μητροκτόνος: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
m (Text replacement - " Ancient Greek: μητραλοίας, μητρολῴας, μητρολώας, μητραλοίης, μητροκτόνος, μητρολέτης, μητρορραίστης, μητροφόνος;" to...) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitroktonos | |Transliteration C=mitroktonos | ||
|Beta Code=mhtrokto/nos | |Beta Code=mhtrokto/nos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[killing one's mother]], [[matricidal]], μητροκτόνον [[φίτυμα]], of [[Orestes]], A.''Ag.''1281; μ. χεῖρες Id.''Eu.''102; <b class="b3">μητροκτόνον μίασμα</b> the [[stain]] of a [[mother]]'s [[murder]], ib.281; μητροκτόνος [[κηλίς]], μητροκτόνον [[αἷμα]], E.''IT''1200, ''Or.'' 1649.<br><span class="bld">2</span> Subst., [[matricide]], A.''Eu.''493 (lyr.), E.''El.''975, Pl.''Lg.''869b; <b class="b3">ἔσχατος Αἰνεαδῶν μητροκτόνος ἡγεμονεύσει</b>, of [[Nero]], D.C.61.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] die Mutter tödtend, Muttermörder; χεῖρες, Aesch. Eum. 102; [[μίασμα]], 271; subst., 470; Eur. [[κηλίς]], [[αἷμα]], I. T. 1200 Or. 1449, auch subst. öfter; in Prosa, Plat. Legg. IX, 869 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] [[die Mutter tödtend]], [[Muttermörder]]; χεῖρες, Aesch. Eum. 102; [[μίασμα]], 271; subst., 470; Eur. [[κηλίς]], [[αἷμα]], I. T. 1200 Or. 1449, auch subst. öfter; in Prosa, Plat. Legg. IX, 869 b. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 08:20, 15 May 2023
English (LSJ)
ον,
A killing one's mother, matricidal, μητροκτόνον φίτυμα, of Orestes, A.Ag.1281; μ. χεῖρες Id.Eu.102; μητροκτόνον μίασμα the stain of a mother's murder, ib.281; μητροκτόνος κηλίς, μητροκτόνον αἷμα, E.IT1200, Or. 1649.
2 Subst., matricide, A.Eu.493 (lyr.), E.El.975, Pl.Lg.869b; ἔσχατος Αἰνεαδῶν μητροκτόνος ἡγεμονεύσει, of Nero, D.C.61.16.
German (Pape)
[Seite 180] die Mutter tödtend, Muttermörder; χεῖρες, Aesch. Eum. 102; μίασμα, 271; subst., 470; Eur. κηλίς, αἷμα, I. T. 1200 Or. 1449, auch subst. öfter; in Prosa, Plat. Legg. IX, 869 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui tue sa mère ; ὁ μητροκτόνος meurtrier de sa mère;
2 relatif au meurtre d'une mère.
Étymologie: μήτηρ, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
μητροκτόνος: II ὁ матереубийца Aesch., Eur.
совершающий матереубийство (χεῖρες Aesch.): μητροκτόνον μίασμα Aesch. пятно матереубийства.
Greek (Liddell-Scott)
μητροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὴν ἑαυτοῦ μητέρα, μ. φίτυμα, ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1281· μ. χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 102· ὁ ἀνήκων εἰς μητροκτονίαν, μ. μίασμα, τὸ μόλυσμα τοῦ φόνου τῆς μητρός, αὐτόθι 281· οὕτω, μ. κηλίς, αἷμα Εὐρ. Ι. Τ. 1200, Ὀρ. 1649. 2) ὡς οὐσιαστ., τοῦδε μητροκτόνου Αἰσχύλ. Εὐμ. 492, Εὐρ. Ἠλ. 975, Πλάτ. Νόμ. 869Β.
Greek Monolingual
-ο (Α μητροκτόνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που σκότωσε τη μητέρα του, ο μητραλοίας
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητροκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. πατροκτόνος.
Greek Monotonic
μητροκτόνος: -ον (κτείνω),·
1. αυτός που φονεύει τη μητέρα του, μητροκτόνος, σε Αισχύλ.· μητροκτόνον μίασμα, μόλυσμα, κηλίδα από τον φόνο της μητέρας, στον ιδ.· ομοίως, μητροκτόνος κηλίς, αἷμα, σε Ευρ.
2. ως ουσ., μητροκτονία, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
μητρο-κτόνος, ον κτείνω
1. killing one's mother, matricidal, Aesch.; μ. μίασμα the stain of a mother's murder, Aesch.; so, μ. κηλίς, αἷμα Eur.
2. as substantive a matricide, Aesch., Eur.
English (Woodhouse)
murderer of a mother, one who kills his mother
Mantoulidis Etymological
Σύνθετο ἀπό τό μήτηρ + κτείνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη μήτηρ καί στό ρῆμα κτείνω.
Translations
matricide
Armenian: մայրասպան; Czech: matkovrah; French: matricide; German: Muttermörder, Muttermörderin; Greek: μητροκτόνος; Ancient Greek: ματροφόνος, μητραλοίας, μητραλοίης, μητραλῴας, μητροκτόνος, μητρολέτης, μητρολώας, μητρολῴας, μητρορραίστης, μητροφόνος; Irish: marfóir máthar; Latin: matricida; Polish: matkobójca, matkobójczyni; Portuguese: matricida; Russian: матереубийца; Serbo-Croatian Roman: materoubica, majkoubica; Swedish: modermördare