περίλυπος: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[περίλυπος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[βαθιά]] [[λυπημένος]] («περίλυπός ἐστιν ἡ [[ψυχή]] μου ἕως θανάτου», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), | |mltxt=-η, -ο / [[περίλυπος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[βαθιά]] [[λυπημένος]] («περίλυπός ἐστιν ἡ [[ψυχή]] μου ἕως θανάτου», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), [[πρβλ]]. [[κατάλυπος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:50, 16 May 2023
English (LSJ)
ον, very sad, deeply grieved, Hp.Acut.42; opp. περιχαρής, Isoc.1.42, Arist.EN 1124a16; στυγνὸς καὶ π. Demad.17, cf. LXX Ge.4.6, al.
German (Pape)
[Seite 582] sehr traurig; Isocr. 1, 42; Plut. Thes. 26 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très triste, affligé.
Étymologie: περί, λύπη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίλυπος -ον [περί, λύπη] zeer bedroefd.
Russian (Dvoretsky)
περίλῡπος: крайне опечаленный Isocr., Plut., NT.
English (Strong)
from περί and λύπη; grieved all around, i.e. intensely sad: exceeding (very) sorry(-owful).
English (Thayer)
περίλυπον (περί and λύπη, and so properly, 'encompassed with grief' (cf. περί, III:3)), very sad, exceedingly sorrowful: T WH omit; Tr brackets the clause). (Isocrates, Aristotle, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / περίλυπος, -ον, ΝΜΑ
βαθιά λυπημένος («περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. κατάλυπος)].
Greek Monotonic
περίλῡπος: -ον (λύπη), βαθιά λυπημένος, σε Ισοκρ., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
περίλῡπος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ σφόδρα λελυπημένος, ὁ λίαν τεθλιμμένος, Ἱππ. 390. 53, Ἰσοκρ. 11Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 18.
Middle Liddell
περί-λῡπος, ον, λύπη
deeply grieved, Isocr., Arist.