ἄατος: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἄατος, ἄβορος" to "Ancient Greek: ἄατος, ἄβαρτος, ἄβορος")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aatos
|Transliteration C=aatos
|Beta Code=a)/atos
|Beta Code=a)/atos
|Definition=contr. ἆτος, ον, (ἄω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[insatiate]], c. gen., ἄατος πολέμοιο <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>714</span>; Ἄρης ἆτος πολέμοιο <span class="bibl">Il.5.388</span>; μάχης ἆτόν περ ἐόντα <span class="bibl">22.218</span>: abs., ἄατος ὕβρις <span class="bibl">A.R.1.459</span>. [First [[syllable]] short in Hes., long in A.R.]</span><br /><span class="bld">ἄᾱτος</span>, ον, = [[ἄητος]] ([[quod vide|q.v.]]), <span class="bibl">Q.S.1.217</span>.
|Definition=contr. [[ἆτος]], ον, ([[ἄω]]) [[insatiate]], c. gen., ἄατος πολέμοιο Hes. ''Th.''714; Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388; μάχης ἆτόν περ ἐόντα 22.218: abs., ἄατος [[ὕβρις]] A.R.1.459. [First [[syllable]] short in Hes., long in A.R.]<br><span class="bld">ἄᾱτος</span>, ον, = [[ἄητος]] ([[quod vide|q.v.]]), Q.S.1.217
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 07:34, 26 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄᾰτος Medium diacritics: ἄατος Low diacritics: άατος Capitals: ΑΑΤΟΣ
Transliteration A: áatos Transliteration B: aatos Transliteration C: aatos Beta Code: a)/atos

English (LSJ)

contr. ἆτος, ον, (ἄω) insatiate, c. gen., ἄατος πολέμοιο Hes. Th.714; Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388; μάχης ἆτόν περ ἐόντα 22.218: abs., ἄατος ὕβρις A.R.1.459. [First syllable short in Hes., long in A.R.]
ἄᾱτος, ον, = ἄητος (q.v.), Q.S.1.217

Spanish (DGE)

(ἄᾰτος) -ον
• Alolema(s): ἄητος Il.21.395, A.Fr.3, Nic.Th.783; contr. ἆτος Il.5.388
• Prosodia: [ᾰᾱτος A.R.1.459, Q.S.1.217]
insaciable, desmedido, que exige todo esfuerzo ἄητον θάρσος Il.21.395, cf. Q.S.1.217, ἄατος ὕβρις A.R.1.459 (pero tb. se ha interpr. como 2 ἄατος q.u.), cf. A.Fr.3, ποηφάγος αἰὲν ἄητος Nic.l.c., cf. Hsch., Hdn.Gr.1.220
c. gen. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388, μάχης ἄατόν περ ἐόντα Il.22.218, ἄατος πολέμοιο Hes.Th.714
ἀπὸ τοῦ ἄω Et.Sym.α 5.
• Etimología: Cf. 3 ἄω
-ον
perjudicial, dañino Hsch.
• Etimología: Quizá ἀ- intens. y ἄτη.

German (Pape)

[Seite 1] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. ἆτος; – ἄατος ὕβρις Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber θάρσος ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff.

French (Bailly abrégé)

p. contr. ἆτος;
ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: , ἄω.

Russian (Dvoretsky)

ἄᾰτος: Hes. = ἆτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) ἀκόρεστος, μετὰ γεν. ἄατος πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., ἄατος ὕβρις, Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ ἄατος εἶναι βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]

Greek Monotonic

ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, -ον (ἄω), ακόρεστος, με γεν.· Ἄρης ἆτος πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

See also: ἄητος

Middle Liddell

[ἄω C]
insatiate, c. gen., Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.

Frisk Etymology German

ἄατος: {áatos}
Forms: kontr. ἆτος
Meaning: unersättlich
Etymology: aus *ἄσατος ep. neg. Verbaladjektiv zu ἄμεναι sättigen, s. ἅδην und ἆσαι. Vgl. ἄητος.
Page 1,2

Translations

insatiable

Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: onverzadigbaar; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: insatiable; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: unersättlich; Greek: ακόρεστος, ανεχόρταγος, ανικανοποίητος, αξεδίψαστος, άπληστος, αχόρταγος, αχόρταστος; Ancient Greek: ἄατος, ἄβαρτος, ἄβορος, ἀεικενός, ἀκόρεστος, ἀκόρετος, ἀκορής, ἀκόρητος, ἄμαργος, ἄναλτος, ἄπαυστος, ἄπλειστος, ἀπλήμων, ἀπληστόκορος, ἄπληστος, ἀχόρταστος, δυσχαλίνωτος; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: insaziabile, incontentabile; Japanese: 飽くことを知らない; Latin: insatiabilis; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: insaciável; Russian: ненасытный; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: insaciable; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний