ψῦξις: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psyksis
|Transliteration C=psyksis
|Beta Code=yu=cis
|Beta Code=yu=cis
|Definition=εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> a [[cooling]], [[chilling]]; <b class="b3">χιόνος ἢ ἄλλης ψύξιος</b> [[means of cooling]], [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''VM''16.<br><span class="bld">2</span> a [[being cold]] or [[becoming cold]], <b class="b3">ψῦξις νεηνικωτάτη</b> ib.16; αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Pl.''Ti.''85d: pl., opp. [[καύσεις]], Id.''Tht.''156b; opp. [[θερμότητες]], ''Lg.''897a, Arist.''GA''777b27.<br><span class="bld">II</span> = [[πνοή]], Hsch.<br><span class="bld">III</span> metaph., ψύξεις πράξεων [[difficulty]], [[embarrassment]], Vett.Val.191.4, cf. 42.18; ψῦξις πραγμάτων Heph.Astr.2.31.
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> a [[cooling]], [[chilling]]; <b class="b3">χιόνος ἢ ἄλλης ψύξιος</b> [[means of cooling]], [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''VM''16.<br><span class="bld">2</span> a [[being cold]] or [[becoming cold]], <b class="b3">ψῦξις νεηνικωτάτη</b> ib.16; αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Pl.''Ti.''85d: pl., opp. [[καύσεις]], Id.''Tht.''156b; opp. [[θερμότητες]], ''Lg.''897a, Arist.''GA''777b27.<br><span class="bld">II</span> = [[πνοή]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> metaph., ψύξεις πράξεων [[difficulty]], [[embarrassment]], Vett.Val.191.4, cf. 42.18; ψῦξις πραγμάτων Heph.Astr.2.31.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῦξις Medium diacritics: ψῦξις Low diacritics: ψύξις Capitals: ΨΥΞΙΣ
Transliteration A: psŷxis Transliteration B: psyxis Transliteration C: psyksis Beta Code: yu=cis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A a cooling, chilling; χιόνος ἢ ἄλλης ψύξιος means of cooling, v.l. in Hp.VM16.
2 a being cold or becoming cold, ψῦξις νεηνικωτάτη ib.16; αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Pl.Ti.85d: pl., opp. καύσεις, Id.Tht.156b; opp. θερμότητες, Lg.897a, Arist.GA777b27.
II = πνοή, Hsch.
III metaph., ψύξεις πράξεων difficulty, embarrassment, Vett.Val.191.4, cf. 42.18; ψῦξις πραγμάτων Heph.Astr.2.31.

German (Pape)

[Seite 1402] (nicht ψύξις zu betonen), ἡ, Kühlung, Abkühlung, Erkältung, Plat. Tim. 26 c 85 d, Gegensatz θερμότης Epin. 988 c.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 moyen de rafraîchir;
2 rafraîchissement, refroidissement ; froid glacial.
Étymologie: ψύχω.

Greek (Liddell-Scott)

ψῦξις: (οὐχί ψύξις), εως, ἡ, τὸ προξενοῦν ψῦχος, διὰ χιόνος ἢ ἄλλης ψύξεως βαδίσαντες Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 2) ψύχρανσις, κρύωμα, ψ. ἀρκέων αὐτόθι, ἴδε Foës Oec.· αἵματος ἐν ψύξει ὄντος Πλάτ. Τίμ. 85D ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἀντίθετον τῷ θερμότητες, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 156Β, Νόμ. 897Α. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. = πνοή.

Russian (Dvoretsky)

ψῦξις: εως ἡ ψύχω охлаждение Plat., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψῦξις -εως, ἡ [ψύχω] afkoeling, verkoeling.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ψύχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Greek Monolingual

η / ψύξις, -εως, ΝΜΑ ψύχω (II)]
1. πρόκληση ή παραγωγή ψύχους
2. καταβιβασμός της θερμοκρασίας του σώματος ή μέρους του και η συνεπαγόμενη κακή λειτουργία του οργανισμού, κρύωμα, πάγωμα
νεοελλ.
τεχνολ. α) η με τεχνητά μέσα ανάπτυξη θερμοκρασιών κατώτερων από τις επικρατούσες στον περιβάλλοντα χώρο και η χρησιμοποίησή τους για διάφορες εφαρμογές
β) (σχετικά με αυτοκίνητο) μερική αφαίρεση της θερμότητας που παράγεται στον κινητήρα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εύρυθμη λειτουργία του
γ) (κατ' επέκτ.) το σύνολο τών διατάξεων που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό
μσν.-αρχ.
μέσο πρόκλησης ψύχους
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «πνοή»
2. μτφ. δυσχέρεια, δυσκολία.