ἀναφανδόν: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anafandon | |Transliteration C=anafandon | ||
|Beta Code=a)nafando/n | |Beta Code=a)nafando/n | ||
|Definition=Adv. = [[ἀναφανδά]] ([[visibly]], [[openly]], [[before the eyes of all]]), ''Il.'' 16.178, Hdt. 2.35, 46, Pl. ''Prt.'' 348e, etc. ; poet. [[ἀμφανδόν]] Pi. ''P.'' 9.41. | |Definition=Adv. = [[ἀναφανδά]] ([[visibly]], [[openly]], [[before the eyes of all]]), ''Il.'' 16.178, Hdt. 2.35, 46, Pl. ''Prt.'' 348e, etc. ; ''poet.'' [[ἀμφανδόν]] Pi. ''P.'' 9.41. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. = ἀναφανδά (visibly, openly, before the eyes of all), Il. 16.178, Hdt. 2.35, 46, Pl. Prt. 348e, etc. ; poet. ἀμφανδόν Pi. P. 9.41.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμφανδόν B.Fr.60.25, Pi.P.9.41
abiertamente, públicamente ὁς ῥ' ἀναφανδὸν ὄπυιε Il.16.178, cf. B.l.c., Pi.l.c., τὰ δὲ μὴ αἰσχρὰ (ἐστὶ ποιέειν χρεόν) ἀναφανδόν Hdt.2.35, cf. 46, ἀ. σεαυτὸν ὑποκηρυξάμενος εἰς πάντας τοὺς Ἕληνας Pl.Prt.348e, cf. Plb.32.5.11, Luc.Astrol.12, Syr.D.24, πῶς οὐκ ἐμήδιζον ἀναφανδόν ...; Plu.2.863f, διεχλεύαζε I.AI 15.220, cf. BI 4.165, πᾶσι γὰρ [ἐν τεκέ] εσσιν ἐμοῖς ἀ. ἐπέστης IUrb.Rom.184.10 (II d.C.), ταῦτα ... ἀ. οὕτω γιγνόμενα D.C.60.18.2
•c. εἰς: τλήτω ... εἰς ἀ. ἱκέσθαι Q.S.3.69.
German (Pape)
[Seite 213] dass., Il. 16, 178; Her. 1, 46; Plat. Prot. 348 e u. öfter; auch bei Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
ouvertement.
Étymologie: ἀναφαίνω, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφανδόν: поэт. ἀμφανδόν adv. явно, открыто Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφανδόν: ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Ἰλ. Π. 178, Ἡρόδ. 2. 35, 46, Πλάτ. Πρωτ. 348Ε, κτλ.: ποιητ. ἀμφανδὸν Πινδ. ΙΙ. 9. 73.
Greek Monolingual
(Α ἀναφανδόν) αναφαίνω
φανερά, απροκάλυπτα, χωρίς επιφύλαξη.
Greek Monotonic
ἀναφανδόν: επίρρ. = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
Mantoulidis Etymological
(=φανερά). Ἀπό τό ἀναφαίνω (=φανερώνω), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα ἀνάφανσις, ἀναφανδά (=φανερά). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φαίνω.